Γράφει ο Ζαχαρίας Καψαλάκης
Ήταν η επαύριο του Αγίου Φανουρίου του 1960 όταν μια μεγάλη φωτιά ξέσπασε από τις Καμάρες, με τον αέρα να λυσσομανά…
– Ήταν τέτοια η δύναμη του αέρα που δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τις πόρτες των σπιτιών μας, μας είπε η 16χρονη τότε Μαρία Λενακάκη – Καρκανάκη από το Μαγαρικάκι και συνέχισε. Κάποια στιγμή άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μας και τι να δω. Πάνω ψηλά στο βουνό τεράστιοι καπνοί… «Είναι ανεμοστρόβιλος» μου είπε η μάνα μου και άρχισε να τον σταυρώνει… Δυστυχώς ήταν φωτιά. Μια τεράστια φωτιά που έκαιε τα πάντα. Ήρθαν με λεωφορεία και μας πήραν από τη Γρηγοριά και το Μαγαρικάρι. Μας κατέβασαν στους Βώρους, στη Φανερωμένη και σε άλλα χωριά, όπου είχαμε συγγενείς…
Ήταν τόση η δύναμη της φωτιά, που στις 29 Αυγούστου στο πανηγύρι του Άι – Γιάννη στο Σίβα πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Μαγαρικάρι, οι καψιλήθρες από τη φωτιά, έκαναν άχρηστα τα ρούχα των προσκυνητών…
– Ερχόταν από τα χωριά άνθρωποι να βοηθήσουν στο σβήσιμο τςη φωτιάς με παλάμες και ότι άλλο μπορούσαν να κρατούν, καθώς Πυροσβεστική τότε, όπως την ξέρουμε σήμερα, δεν υπήρχε, συνέχισε η κ. Μαρία.
– Αλήθεια, πως έσβησε η φωτιά;, τη ρωτήσαμε.
– Η φωτιά άρχισε να απειλή το χωριό καθώς βρισκόταν πλέον σε απόσταση αναπνοής από τα πρώτα σπίτια, μας είπε. Τότε ήρθε στο Μαγαρικάρι ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεος και αμέσως ξεκίνησε λιτανεία στο χωριό. Ήμουν μπροστά και το είδα με τα μάτια μου. Ενώ ο βοριάς λυσσομανούσε κυριολεκτικά, ξαφνικά κόπασε και άρχισε να φυσά δυνατός νοτιάς. Αυτό το γεγονός έσβησε τη φωτιά. Η φωτιά γύρισε πίσω και έσβησε. Καταστράφηκαν περιουσίες καθώς στο πέρασμά της η φωτιά έκαψε εκατοντάδες χοντρολιές…
(Φωτογραφία αρχείο)