Του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Ένα από τα σημαντικότερα παιδαγωγικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν στην Κρήτη κατά τον 20ό αιώνα ήταν το «Σχολείο και Οικογένεια». Εκδιδόταν στο Ηράκλειο και, όπως αναφερόταν στον υπότιτλό του, αποτελούσε «Διμηνιαίο περιοδικό διά γονείς & διδασκάλους». Η έκδοσή του κράτησε δύο περίπου χρόνια. Συνολικά τυπώθηκαν οκτώ τεύχη το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1951 ώς τον Μάιο-Ιούνιο 1952.
Υπεύθυνοι για την έκδοσή του εμφανίζονταν στα τεύχη 1-3 οι Τζάννος Τσαγκιάς, Κωνσταντίνος Κολοβός και Ηλίας Ι. Ξηροτύρης, Επιθεωρητές των Δημοτικών Σχολείων Νομού Ηρακλείου. Στα τεύχη 4-8, μετά τον θάνατο του Τζάννου Τζαγκιά, διευθυντής ανέλαβε ο Ηλίας Ι. Ξηροτύρης και επιμελητής της ύλης ο Κωνσταντίνος Κολοβός.
Στις σελίδες του ευπρόσωπου περιοδικού δημοσιεύτηκαν αξιόλογα παιδαγωγικά άρθρα. Συντάκτες τους ήταν γνωστοί παιδαγωγοί της εποχής που κατέθεταν τις απόψεις τους ως προς τα βήματα που απαιτούνταν να γίνουν για τη βελτίωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αρκετοί δάσκαλοι και δασκάλες της Κρήτης συνεργάστηκαν με το έντυπο μεταφέροντας σχετικές εμπειρίες από τους χώρους εργασίας τους.
Ο γνωστός παιδαγωγός Ηλίας Ι. Ξηροτύρης, όπως όλα δείχνουν, υπήρξε ο εμπνευστής της εκδοτικής προσπάθειας. Σε όποια γωνιά της ελληνικής γης κι αν υπηρέτησε εκείνες τις δεκαετίες είχε πρωτοστατήσει στην έκδοση ανάλογων εντύπων.
Από το πρώτο κιόλας διάστημα της παρουσίας του στην Κρήτη, υπηρετώντας στη θέση του Επιθεωρητή Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως στην Εκπαιδευτική Περιφέρεια Γόρτυνος, έδωσε μεγάλη έμφαση στην πνευματική καλλιέργεια των μαθητών και των μαθητριών των Δημοτικών Σχολείων της περιοχής. Μεταξύ των άλλων, συμβούλευε τους δασκάλους και τις δασκάλες της περιφέρειάς του να προτρέπουν διαρκώς τους μαθητές και τις μαθήτριές τους στο γράψιμο εκθέσεων, αντλώντας εμπνεύσεις από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν. Όσες εκθέσεις ξεχώριζαν, έπρεπε να στέλνονται στην Επιθεώρηση, που θα φρόντιζε ώστε να τις επιβραβεύσει.
Η σύστασή του φαίνεται πως βρήκε μεγάλη απήχηση. Οι δάσκαλοι και οι δασκάλες της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Γόρτυνος κινητοποιήθηκαν για την επίτευξη του στόχου με θεαματικά αποτελέσματα. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με πληροφορίες που εντοπίστηκαν, γράφτηκαν αξιόλογα κείμενα από μικρούς μαθητές και μαθήτριές τους.
Ανάμεσα στα Δημοτικά Σχολεία της περιοχής, που δραστηριοποιήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση με θεαματικά αποτελέσματα, ήταν και εκείνο του Κουσέ. Δάσκαλοι σε αυτό, εκείνη την περίοδο, ήταν δύο σπουδαίοι εκπαιδευτικοί, ο Αντώνης Βασιλάκης και η Μαρίκα Μπορνόβα, που κατάγονταν από το Πετροκεφάλι. Τα αποτελέσματα της εργώδους προσπάθειάς τους, φαίνεται πως ήταν ευεργετικά για τους μικρούς μαθητές και τις μαθήτριές τους.
Το επιβεβαιώνει το ακόλουθο σημείωμα, που δημοσιεύτηκε στη στήλη «Αλληλογραφία» του τρίτου τεύχους του περιοδικού «Σχολείο και Οικογένεια», το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο-Ιούνιο 1951: «Μαθητικήν Κοινότητα Σχολείου Κουσέ – Γόρτυνος. Οι εκθέσεις που είχατε την καλωσύνη να μας στείλετε είναι πολύ καλές. Θα δημοσιευθούν στο επόμενο τεύχος».
Οι εκθέσεις από το Δημοτικό Σχολείο Κουσέ, για τις οποίες γινόταν αναφορά, δεν δημοσιεύτηκαν τελικά στο επόμενο τεύχος του περιοδικού. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν επέτρεψε η πληθώρα τη ύλης. Αυτό τελικά έγινε ύστερα από λίγους μήνες, στο έκτο τεύχος του περιοδικού, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1952.
Στη στήλη «Μαθητική συνεργασία», που καταλάμβανε τις σελίδες 141-142 του τεύχους, υπήρχε το ακόλουθο εισαγωγικό κείμενο της Διεύθυνσης του περιοδικού: «Δημοσιεύομε αντιπροσωπευτικά δείγματα Μαθητικών Εκθέσεων, από διάφορα σχολεία του Νομού μας. Παρακαλούμε τους κ.κ. συναδέλφους, ν’ αποστείλουν εκθέσεις των μαθητών των, για δημοσίευση στην ειδική αυτή στήλη, χωρίς καμιά διόρθωση».
Στη συνέχεια, δημοσιεύονταν πέντε κείμενα μαθητριών (τέσσερις εκθέσεις και ένα ποίημα), που είχαν ξεχωρίσει για την πρωτοτυπία και την ποιότητά τους. Συντάκτριές τους ήταν οι ακόλουθες: Ιωάννα Κουρτικάκη (Κουσές), Ευαγγελία Παπαδογαμβράκη (Κουσές), Κατίνα Αμπαρτζάκη (Βενεράτο), Κατίνα Σταυρουλάκη (Βενεράτο) και Μαρία Καραντινάκη (Καμηλάρι).
Η πρώτη έκθεση, με τον τίτλο «Χιονιά», ήταν της μαθήτριας του Δημοτικού Σχολείου Κουσέ Ιωάννας Κουρτικάκη:
Χιονιά
Γενάρης μήνας, καρδιά του χειμώνα. Το κρύο είναι ανυπόφορο. Ο άνεμος φυσάει άγρια, εξωτικά, σφυρίζοντας στις στέγες των σπιτιών και στα εξώφυλλα των παραθύρων. Τα σύννεφα έχουν σκεπάσει τα βουνά. Τίποτε δεν μπορείς να ιδής, μακριά από 100 μέτρα.
Ψιλές νιφάδες χιονιού πέφτουν αδιάκοπα. Οι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους, κάθονται γύρω στο τζάκι για λίγη ζεστασιά. Πού να ξεμυτήσουν! Οι άνδρες κάνουν δουλειές του χεριού κι’ οι γυναίκες ξαίνουν μαλλιά, κλώθουν, κεντούν και ράβουν.
Τα παιδιά, γύρω στη φωτιά, διαβάζουν τα μαθήματά τους, παραμύθια κι’ όμορφες ιστορίες.
Και σαν πάψη η χιονιά κι’ ο καιρός ξανοίξη, προβάλλουν τα βουνά, φορτωμένα χιόνια, ολόλευκα, σαν γέροι δράκοι ντυμένοι στις άσπρες τους βαρειές κάπες. Τι όμορφο θέαμα! Ο ήλιος αντανακλά πάνω στα χιόνια των βουνών και τα μεταμορφώνει σε διαμαντένια κάστρα, ολόλευκα κι’ επιβλητικά.
Η δεύτερη έκθεση, με τον τίτλο «Μηνύματα της Άνοιξης», ήταν της μαθήτριας του Δημοτικού Σχολείου Κουσέ Ευαγγελίας Παπαδογαμβράκη:
Μηνύματα της Άνοιξης
Η Άνοιξη είναι κοντά. Όπου να’ ναι φτάνει. Έστειλε κιόλας τα πρώτα της μηνύματα. Την ανθισμένη μυγδαλιά! Μέσα στη χειμωνιάτικη ακόμη καταχνιά ξεπροβάλλουν κάπου-κάπου στον κάμπο και στις πλαγιές οι ανθισμένες μυγδαλιές. Ολόλευκες ή λίγο τριανταφυλλένιες καμαρώνουν, σαν μεγάλα λουλουδένια μπουκέτα. Τι όμορφες που είναι! Σαν όνειρο όμορφο χαμογελούνε από μακριά.
Ώς τώρα τις βλέπαμε γυμνές ν’ απλώνουν τα γυμνά και μισόξερα κλαδιά τους, στον άγριο καιρό. Μα τώρα νυφούλες όμορφες, μυρώνουν τον αέρα με τ’ όμορφο άρωμά τους.
Οι μέλισσες είναι οι πρώτοι επισκέπτες της. Πολύ αγαπώ τη βιαστική μυγδαλιά, που μας φέρνει, πρώτη αυτή, το μήνυμα για την Άνοιξη!
Οι δύο μαθήτριες, από πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν, είχαν γεννηθεί το έτος 1939. Τη χρονιά που έγραψαν τις εκθέσεις, το 1951, τέλειωναν το Δημοτικό Σχολείο Κουσέ. Ήταν, δηλαδή, μόλις δώδεκα ετών. Καταλυτική επίδραση ασκούσε πάνω τους η δασκάλα τους Μαρίκα Μπορνόβα, που διαρκώς τις ωθούσε να καταθέτουν στα γραπτά τους τα συναισθήματα που τις διακατείχαν.
Στις εκθέσεις τους οι δύο κοπέλες, με τον δικό της εκφραστικό τρόπο η καθεμιά, προσεγγίζουν δύο εποχές του χρόνου: τον χειμώνα και την άνοιξη. Ο χώρος του Κουσέ αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μεσαράς αποτελούν το επίκεντρο της διήγησής τους. Με ζωντανά χρώματα, όπως διαπιστώνουμε, περιγράφουν τις αλλαγές που συντελούνται τότε στη φύση αλλά και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Χρησιμοποιώντας μικρές προτάσεις στα κείμενά τους, οδηγία που σαφώς είχαν από τη δασκάλα τους, προκαλούν ευχάριστους συνειρμούς σε όποιον τα διαβάζει. Οι διατυπώσεις τους, με εμφανή την ποιητική διάθεση, ξεχειλίζουν από συναίσθημα.
Σε ορισμένους, οι δύο εκθέσεις, ενδεχομένως να φαίνονται σήμερα συνηθισμένες. Μια τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, είναι λανθασμένη καθώς δεν λαμβάνει υπόψη δύο κρίσιμες παραμέτρους: την εποχή και το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκαν.
Το ερώτημα, που αυτόματα γεννιέται στον αναγνώστη των παραπάνω όμορφων κειμένων, είναι ποια υπήρξε η μετέπειτα πορεία των συντακτριών τους. Εξακολούθησαν να γράφουν; Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική. Και οι δύο μαθήτριες, παρά τη έφεσή τους στη λογοτεχνία, σταμάτησαν να ασχολούνται με το γράψιμο. Δεν συνέχισαν καν τις σπουδές τους στο κοντινό Γυμνάσιο Πόμπιας, για λόγους άμεσα συνδεδεμένους με τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία στην ελληνική επαρχία.
Η Ιωάννα Κουρτικάκη, περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, λαμβάνοντας το όνομα Ευμενία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες μόναζε στην Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής, είναι ένα σεβάσμιο πρόσωπο, ιδιαίτερα αγαπητό στους κατοίκους της περιοχής. Εδώ και λίγα χρόνια έφυγε για το μακρινό ταξίδι…
Η Ευαγγελία Παπαδογαμβράκη, λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τον συγχωριανό της βιβλιοπώλη των Μοιρών Πολύβιο Κολατσιδάκη. Απέκτησαν μία κόρη, τη φιλόλογο Μαρία Κολατσιδάκη. Σήμερα περνά τον ελεύθερο χρόνο της ανάμεσα στις Μοίρες και στον Κουσέ.
Οι εκθέσεις αποκαλύπτουν τις μεγάλες δυνατότητες που είχαν οι δύο μαθήτριες από τον Κουσέ σε περίπτωση που συνέχιζαν τις σπουδές τους και συστηματοποιούσαν το γράψιμό τους.