Του Δημήτρη Σάββα
Ο τίτλος του σημερινού μας άρθρου και το κείμενο που φυσικά θ’ ακολουθήσει στη συνέχεια δεν είναι δικά μου. Είναι του αείμνηστου Θέμου Κορνάρου στον οποίο και σ’ άλλο δημοσίευμά μου έχω αναφερθεί. Όσα να γράψει κανείς και να πει για τον μεγάλο αυτό κοινωνικό αγωνιστή και λογοτέχνη είναι λίγα. Βέβαια εύκολα θα αναρωτηθεί κανείς, τί σχέση έχω εγώ με τον Θέμο Κορνάρο και πολυαναφέρομαι σ’ αυτόν; Πέρα από τον θαυμασμό μου στο πρόσωπό του και στο έργο του, έχουμε τρία κοινά σημεία που μας ενώνουν.
Το πρώτο, ότι ο Θέμος ήταν Μεσαρίτης και εγώ φυσικά το ίδιο, Μεσαρίτης (γαμπρός), το δεύτερο ότι κατάγεται από το Σίβα, το οποίο είναι ένα από τα αγαπημένα μου χωριά, αφού θυμίζει σε πολλά σημεία το χωριό μου, Λαύκο στο Πήλιο, και το τρίτο σημείο είναι, ότι ο Θέμος Κορνάρος δεν πρόλαβε να δει τελειωμένο το δρόμο της Μεσαράς, κάτι που ψυχανεμίζομαι κι εγώ για τον εαυτό μου. Ένας αιώνας και πλέον και οι αρμόδιοι «δηλώνουν», απ’ ότι φαίνεται, αναρμόδιοι, να τα καταφέρουν. Είμαι τριάντα ένα χρόνια στο Ηράκλειο και από την πρώτη στιγμή ακούω γι αυτό το δρόμο, όμως… δρόμο ακούω και δρόμο δεν βλέπω.
Ας έρθουμε όμως στα γραφόμενα του Θέμου Κορνάρου. Πρόκειται για ένα δημοσίευμα στην τοπική ηρακλειώτικη εφημερίδα «Ελευθέρα Σκέψις» με ημερομηνία 3η Απριλίου 1929. Ενενήντα ένα χρόνια πριν… Δεν είναι και λίγα, αν δεν ανατρέξουμε και δεν λάβουμε ως σημείο αναφοράς την αιωνιότητα… Σας παραθέτω όμως το κείμενο, όπως ακριβώς το έχω εντοπίσει:
«Όσα κι αν γράψη κανείς για τη Μεσσαρά λίγα θάνε.
Σ’ ένα τέτοιο μέρος, πόσες ανάγκες. Πόσα παράπονα δεν ακούει κανένας. Πόσα στραβά δε θωρείς, κι όμως εισ’ αναγκασμένος να σιωπάς!
Αλλά πριν αρχίσουμε την έρευνα μέσα στον κάμπο της Μεσσαράς, θαρρώ πως πρέπει να πούμε, πώς κατορθώσαμε να φτάσουμε.
Για να φτάσης εδώ, ξεκινώντας απ’ το Ηράκλειο μ’ αυτοκίνητο, χρειάζεσαι, όταν τα πράματα έχουν καλώς, μια μισή ώρα, το πολύ – πολύ. Εμείς ξεκινήσαμε στη μια το μεσημέρι κι εφτάξαμε στις 7 το βράδυ! Δε μας καθυστέρησαν βέβαια ουτ’ οι σταθμοί ούτε τ’ αυτοκίνητου οι βλάβες. Όλη την ώρα σε κίνηση. Δεν ήξερα πως τ’ αυτοκίνητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για βάρκες. Σήμερα μ’ έκπληξή μου το βεβαιώθηκα.
Από το Σταυρωμένο αμέσως, το αυτοκίνητό μας άλλαξε με γρηγοράδα καταπληκτική την ιδιότητά του.
Από βάρκα, βραδυκίνητο τετράποδο κι από τετράποδο πάλι βάρκα.
Λίμνες μπόλικες στα διάφορα σημεία του δρόμου, άλλες αποξηραμένες τώρα σχεδόν, κι άλλες γεμάτες ακόμα.
Ασφαλώς η εταιρεία των αυτοκινήτων που εκτελούν τη συγκοινωνία Μεσσαράς – Ηρακλείου, δε θα ξέρη δύο πράγματα που παρατηρούμε εμείς σήμερα.
Πρώτα πως τ’ αυτοκίνητά της είναι τόσο μεγάλης αντοχής, κι ύστερα πως μπορούν να εκτελέσουνε και τη θαλάσσια συγκοινωνία.
Και βέβαια δε θα τα ξέρει η εταιρεία αυτά, γιατί τότε δε δικαιολογείται η παρουσία τέτοιων αυτοκινήτων στο… φτωχότοπό μας.
Με τις λίμνες είχαμε να κάνουμε μέχρι την Αγ. Βαρβάρα. Φανταστήκαμε πως τέλειωσαν τα βάσανα ως εκεί. Αλλοίμονο στη μοίρα μας. Φτάξαμε στους Ανεγύρους.
Σ’ ένα σημείο το έδαφος έχει πάθει καθήζιση σε αχτίνα πέντε τουλάχιστον μέτρων, κι έτσι έπρεπε να κατεβούμε ένα απότομο κατήφορο, ολότελα όρθιο.
Εκεί λίγο αδέξιος αν ειν’ ο σοφέρ, περιμένει τ’ αυτοκίνητό του μαζί με το περιεχόμενο, ένας γκρεμός που χάσκει δίπλα, απειλητικός και φοβερός. Ευτυχώς ο δικός μας σοφέρ στάθηκε αρκετά επιδέξιος.
Μα τι να το κάνω όμως εγώ αυτό που μόλις περάσαμε τον κίντυνο άρχισα αμέσως να μιλώ μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ αν η γλώσσα μου βρισκότανε ακόμα στη θέση της ή αν την είχα… καταπιεί.
Σημειώσετε ακόμα πως το αυτοκίνητο κατανάλωσε 3 δοχεία βενζίνη αντί 1 που χρειάζεται κανονικά.
Λογαριάσετε τα έξοδα τα άμεσα και τις βλάβες της μηχανής κι’ ύστερα αν μπορέσετε μην θαυμάσετε τους σοφέρ και μην παραδεχτείτε πως είναι πραγματικοί αλτρουιστές κι ευγενικοί ήρωες.
Για ένα ξερό κομμάτι ψωμί εκτίθενται σε τέτοιους σοβαρούς κινδύνους μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τους συνανθρώπους τους τον τόπο τους.
Και το κράτος γελά από μακριά του σεϊρτζή το γέλοιο…».