Η εξέγερση ορίστηκε να γίνει τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Ιουλίου 1938. Μία ημέρα πριν, στις 28 Ιουλίου και ώρα 11 το πρωί, συγκλήθηκε σύσκεψη στο ιατρείο του δημάρχου της Πόλης Ιωάννη Μουντάκη. Μόνο που αυτό που έγινε εκεί δεν ήταν σύσκεψη συνωμοτών που ετοιμάζουν εξέγερση, αλλά πανηγύρι. Γράφει ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής: «Πήγαμε δύο από τη Φιλική Εταιρεία. Περιμέναμε σύσκεψη της Επαναστατικής Επιτροπής και βρήκαμε σύναξη στελεχών. Ο Μητσοτάκης που τις τελευταίες μέρες είχε πάρει τα μέτρα του για ν’ αποφύγει τη σύλληψη, έστειλε τους αντιπροσώπους του. Αντιπροσώπους έστειλαν και οι βενιζελικοί. Ήταν κι ο αντιπρόσωπος της κομμουνιστικής οργάνωσης Χανίων. Όλοι – όλοι καμιά δεκαπενταριά… Κανένα μέτρο προφύλαξης. Πειράγματα, αστεία, φωνές. Μερικοί περίεργοι από τα γειτονικά μαγαζιά – το ιατρείο βρισκόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης κοντά στην πλατεία της Σπλάντζιας – ήρθαν να ρωτήσουν τι συμβαίνει. Η κίνηση ασυνήθιστη, η πόρτα ανοιχτή, ένας τοίχος μας χώριζε από το δρόμο. “Ο δήμαρχος βαφτίζει” ήταν η απάντηση. Οι περίεργοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι, έλεγαν κανένα χωρατό, χαμογελούσαν πονηρά, έφευγαν. Ένας είπε: “Καλά κρασιά”. Άλλος: “Η ώρα η καλή”».
Μέσα σε τέτοιες και άλλες παρόμοιες συνθήκες η εξέγερση ξεκίνησε περί τις 2 το πρωί της 29ης Ιουλίου. Οι εξεγερμένοι κατέλυσαν τις αρχές. Κατέλαβαν τη Γενική Διοίκηση, τη Μεραρχία, το Σύνταγμα Χανίων, το Τηλεγραφείο, τον ασύρματο και άλλες υπηρεσίες. Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Πότης Σφακιανάκης, ο διοικητής της Μεραρχίας και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι και αξιωματικοί συνελήφθησαν. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι συλλήψεις και τα μέτρα που λήφθηκαν για την προφύλαξη της εξέγερσης από τους εχθρούς της εν πολλοίς ήταν αστεία. Γράφει ο Χατζηαγγελής: «Δεν πήραμε στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης και ασφάλειας. Ύστερα από την κατάληψη των αρχών και τη σύλληψη των πολιτικών και στρατιωτικών εκπροσώπων της δικτατορίας, δεν αφοπλίσαμε τη χωροφυλακή. Παντού μπήκαν ένοπλοι επαναστάτες, παντού κάποιος χωροφύλακας χαμογελούσε “κι εμείς μαζί σας – προσχωρούμε”, παντού κάποιος βενιζελικός παράγοντας βρισκόταν από μηχανής θεός ν’ αποτρέψει τον αφοπλισμό, την απομάκρυνση, την αντικατάσταση από τον επαναστατημένο λαό, που είχε την ευθύνη για την τάξη. Δεν αφοπλίστηκε ολοκληρωτικά ο στρατός, δεν εγκαταστάθηκε από την πρώτη στιγμή στους στρατώνες λαός, να γίνει λόχος, τάγμα, να στήσει καζάνι, να πάρει παλάσκες και γυλιό. Δεν απομονώθηκε η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ο υπουργός Σφακιανάκης οδηγήθηκε από ενόπλους στο σπίτι του. Μπορεί να βρέθηκε και κάποιος που να του ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση. Κάποιος έπεισε τους ενόπλους να μείνουν στο σπίτι του να τον φυλάνε μήπως και τον πειράξει κανείς. Του άφησαν και το τηλέφωνο να τηλεφωνήσει στους φίλους του στα Χανιά, στην Αθήνα, στο Ηράκλειο πως χαίρει άκρας υγείας και να μην ανησυχούν».
Το πρωί της 29ης Ιουλίου βρίσκει το λαό των Χανίων στους δρόμους. Επικρατεί επαναστατικός ενθουσιασμός. Στις 11π.μ. γίνεται λαϊκή συγκέντρωση στην Πλατεία Σιντριβανιού. Παρά τον ενθουσιασμό υπάρχει και ο σκεπτικισμός για το τι μέλλει γενέσθαι. Ναι μεν στα Χανιά η εξέγερση έχει πετύχει, αλλά από πουθενά δεν υπάρχει πληροφορία ότι κάτι αντίστοιχο επιχειρήθηκε και στην υπόλοιπη Κρήτη. Οι ομιλητές με πρώτο τον Μητσοτάκη επιβεβαιώνουν πως το κίνημα των Χανίων είναι μοναδικό στο νησί, αλλά αναμένεται να υπάρξει μίμηση και στις άλλες πόλεις. Το μούδιασμα του λαού ήταν αναπόφευκτο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προς το τέλος του συλλαλητηρίου δύο αεροπλάνα ρίχνουν στην πόλη μια προκήρυξη του Δικτάτορα Μεταξά ο οποίος δήλωνε αποφασισμένος να πατάξει «τους στασιαστάς διά παντός μέσου», ενημερώνοντας ταυτοχρόνως ότι «παντού της Ελλάδος επικρατεί απόλυτος τάξις και ησυχία».
Σε λίγο άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο Σφακιανάκης – όπως έπρεπε να αναμένεται – είχε ενημερώσει και κινητοποιήσει τις αρχές. Εναντίον των εξεγερμένων κινήθηκαν ισχυρές δυνάμεις καταστολής (στρατός, ναυτικό, αστυνομία). Η αντίδραση άρχισε να εξορμά από τη Σχολή Χωροφυλακής. Περίπολοι γέμισαν τους δρόμους και άρχιζαν να αφοπλίζουν τους ένοπλους επαναστάτες όπου τους έβρισκαν. Αντίσταση ουσιαστική από τους τελευταίους δεν υπήρχε, γιατί δεν είχε προβλεφτεί κάτι τέτοιο. Στα γραφεία της Μεραρχίας η Χωροφυλακή συνέλαβε τον Εμ. Μάντακα, ο οποίος ουσιαστικά ούτε που περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Κατάφεραν όμως να τον απελευθερώσουν λίγο αργότερα οι συγχωριανοί του.
Στις 12.50 το μεσημέρι ο Σφακιανάκης τηλεγραφούσε στην Κυβέρνηση: «Η Γενική Διοίκησις, το Σύνταγμα και τα λοιπά δημόσια καταστήματα ανακατελήφθησαν. Οι στασιασταί διελύθησαν». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μέσω ραδιοφώνου ολόκληρη η Ελλάδα άκουγε ανακοίνωση του υφυπουργείου Τύπου με την οποία αναγγελλόταν η πλήρης καταστολή του κινήματος.
Στις 31 Ιουλίου ο Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Και πρώτα στάσις Χανίων. Παρ’ ολίγον, αν εξετείνετο, να μου εματαίωνε όλα. Από πού προήλθε; Από όλα φαίνονται δύο πράγματα: Οτι η διοίκησίς μας εις Χανιά ήταν αποκοιμισμένη και ότι ο κόσμος εις την περιφέρεια Χανίων δεν είναι φίλος μας… Εματαιώθη αμέσως. Γιατί; Ελλειψις υποστηρίξεως; Απογοήτευσις;».
Μετά την επικράτηση του καθεστώτος στα Χανιά, η Δικτατορία εξαπέλυσε άγριο διωγμό εναντίον όσων είχαν τολμήσει να την αμφισβητήσουν. Συλλήψεις, διώξεις, βασανισμοί είναι το μόνιμο μοτίβο. Ταυτόχρονα, στήνονται έκτακτα στρατοδικεία και εκατοντάδες πολιτών παραπέμφθηκαν με την κατηγορία ότι διέγειραν εμφύλιο πόλεμο, αποπειράθηκαν να συλλάβουν στρατιωτικούς, είχαν σκοπό να προκαλέσουν ανθρωποκτονίες, τραυμάτισαν χωροφύλακες, αφαίρεσαν όπλα κ.ο.κ.
Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, άλλοι ερήμην διότι είχαν διαφύγει στα βουνά κι άλλοι παρόντες που μετά την καταδίκη τους οδηγήθηκαν στις φυλακές. Ερήμην σε θάνατο καταδικάστηκαν οι Αρ. Μητσοτάκης, Ι. Μουντάκης, Μαν. Βολουδάκης και Εμ. Μπακλατζής. Ο στρατιωτικός διοικητής της εξέγερσης Εμ. Μάντακας καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά και ερήμην σε 20 χρόνια κάθειρξη ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής. Οι συλληφθέντες, που καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, γέμισαν τις φυλακές του Ιντζεδίν, της Αίγινας, των Τρικάλων, της Πύλου, της Κέρκυρας. Περίπου τρεις μήνες αργότερα, οι αστοί ηγέτες του κινήματος (Μητσοτάκης και λοιποί), αλλά και άλλοι καταδιωκόμενοι, με την ανοχή της δικτατορίας – που έβρισκε προτιμότερη μια τέτοια λύση – διέφυγαν στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα κι από εκεί στην Κύπρο. Ο Μάντακας έμεινε καταδιωκόμενος στα βουνά ως την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ στο μεσοδιάστημα το καθεστώς τού αρνήθηκε χορήγηση αμνηστίας.
Τις διώξεις σε βάρος των αγωνιστών του κινήματος των Χανίων κατήγγειλε τότε το παράνομο ΚΚΕ με Προκήρυξη του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του, όπου ανάμεσα σε άλλα υπογραμμιζόταν: «Έκτακτα στρατοδικεία στήθηκαν που αποφασίζουν ομαδικές θανατικές καταδίκες και κατάσχουν περιουσίες. Η εκδικητική λύσσα της δικτατορίας είναι αφάνταστη. Η ηρωική Κρήτη δοκιμάζει σήμερα διώξεις, εξευτελισμούς και λεηλασίες χειρότερες από εκείνες της Τουρκοκρατίας… Καλούμε τον ελληνικό λαό, τις ένοπλες δυνάμεις και τη νέα γενιά να σταματήσουν το εκδικητικό και αιματοβαμμένο χέρι της δικτατορίας. Να εκφράσουν έμπρακτα και ενεργά την αλληλεγγύη τους προς το απελευθερωτικό κίνημα της Κρήτης».
Πηγή: rizospastis.gr