Γεννήθηκε το 1550 στο Χάνδακα από επιφανή οικογένεια της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Και μεγάλωσε στον Άγιο Θωμά. Μετά την εγκύκλιο εκπαίδευσή του, συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο του Παταβίου (Padova), όπου φοίτησε στις σχολές των Legisti ή Giuristi (νομικών) και Artisti (ιατροφιλοσόφων). Εκεί ήρθε σε άμεση επαφή με τα δυτικά ιδεολογικά ρεύματα και κυρίως με αυτό του νεοπαγούς νεοαριστοτελισμού, ενώ επεδίωξε την πνευματική αναστροφή του με τις πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες (ουμανιστές) του ευρωπαϊκού χώρου του ΙΣΤ΄ αιώνα, όπως οι Μάξιμος Μαργούνιος, Δανιήλ Φουρλάνος, Aloisio Lollino, Salomon Schweigger,Μartinus Crusius, Δαβίδ Χυτραίος κ.ά. Αφού επέστρεψε στην Κρήτη και έχοντας προηγουμένως αρνηθεί τον τίτλο του διδάκτορος, εκάρη μοναχός στη Μονή Απεζανών της Κρήτης, όπου και εγκαταβίωσε. Έπειτα μετέβη στη Μονή του Σινά, όπου παρέμεινε για βραχύ διάστημα. Το 1579 συνόδευσε τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Ευγένιο στα Ιεροσόλυμα για την εκλογή του Σωφρονίου Δ΄ στον πατριαρχικό θρόνο.
Το 1579 διορίστηκε από τον Αλεξανδρείας Σίλβεστρο πρωτοσύγκελος του πατριαρχείου. Ως οφφικιάλιος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας επιδόθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση αυτού, καθώς και στην περιστολή της λατινικής προπαγάνδας. Από το έτος 1588 διατελούσε τιτουλάριος πατριαρχικός ἐξαρχος, ενώ στις 5 Ιουλίου του 1590 ανήλθε επίσημα στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας.
Η πατριαρχική του θητεία περικλείει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων πάντοτε με την αρωγή του εγγύτερου σε αυτόν συνεργάτη του, του Μαξίμου του Πελοποννησίου. Αντιμετώπισε το επαχθές οικονομικό χρέος του Πατριαρχείου προς το Σουλτάνο. Το 1593 συμμετείχε στην Υπερτελή ή Μεγάλη Σύνοδο που συνήλθε υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον Τρανό στην Κωνσταντινούπολη και ανακήρυξε την Εκκλησία της Ρωσίας σε Πατριαρχείο, ενώ απεφάνθη και περί της ημερολογιακής μεταρρύθμισης. Στα πλαίσια της αντιλατινικής του δράσης εντάσσεται η αποστολή το 1593 του Κυρίλλου Λουκάρεως στην περιοχή της Πολωνίας και της Μικράς Ρωσίας, ενώ επακολούθησε και δεύτερη μεταξύ των ετών 1594 και 1596. Ο Πηγάς επιχείρησε να προσεγγίσει τους Κόπτες της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας, ωστόσο το εγχείρημά του δεν ευοδώθηκε. Παράλληλα ανἐπτυξε σχέσεις με εκπροσώπους του νεοσύστατου Προτεσταντισμού.
Μετά το θάνατο κατά το 1595 του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄, ο Πηγάς δέχθηκε αλλεπάλληλες προτάσεις για να τον διαδεχθεί, αλλά αρνήθηκε προτιμώντας να παραμείνει στην Αλεξάνδρεια. Διετέλεσε μόνο “επιτηρητής” του Οικουμενικού Θρόνου μεταξύ Απριλίου 1597 και Απριλίου 1598. Πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601.
Κατέλειπε πλουσιότατη συγγραφική παραγωγή (αντιρρητικές πραγματείες, επιστολιμαίες διατριβές, ποικίλα πονήματα). Επίσης η επιστολογραφία του αποτελεί ανεκτίμητο αντικείμενο μελέτης, αφού περιέχει επιστολές με τις διαπρεπέστερες προσωπικότητες της εποχής του (ιδιαίτερη θέση κατέχουν αυτές προς τον επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο Μουργούνιο και τον εγκατεστημένο στη Βενετία μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρο).
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του στις 13 Σεπτεμβρίου!
Πηγή: paterdimitrios.blogspot.gr