Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Η σημερινή ημερομηνία είναι σημαντική για την αρχαιολογία. Στις 3 Ιουλίου 1908 ο Λουίτζι Περνιέρ, επικεφαλής των ιταλών αρχαιολόγων, που διενεργούσαν ανασκαφές στον λόφο της Φαιστού, εντόπισε τον περίφημο Δίσκο της.
Η είδηση, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Σχεδόν αμέσως, ξεκίνησαν οι δημοσιεύσεις για αυτόν, οι οποίες συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό.
Προτού όμως φτάσουμε στην ημέρα της μεγάλης ανακάλυψης, είναι απαραίτητο, πολύ σύντομα, να γίνουν γνωστές οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες οδηγηθήκαμε σε αυτήν.
Οι πρώτες αναφορές στη Φαιστό γίνονται στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια». Ο Όμηρος τη μνημονεύει στον κατάλογο των ελληνικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και την περιγράφει ως «ευ ναιετοώσα», δηλαδή καλά κατοικημένη. Η θέση της, ώς το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, παρέμενε άγνωστη.
Τον εντοπισμό της, οφείλουμε στον άγγλο λοχαγό Τόμας Α. Β. Σπρατ, που περιηγήθηκε στην Κρήτη το 1851. Με βάση τις αποστάσεις που ανέφερε ο Στράβων, ταύτισε την πόλη με τον λόφο «Καστρί», που υπήρχε στο δυτικό τμήμα της πεδιάδας της Μεσαράς. Το δίτομο έργο του «Ταξίδια και Έρευνες στην Κρήτη», που τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1865, αποδείχτηκε πολύτιμο για την έρευνα.
Το ενδιαφέρον για τη Φαιστό άρχισε ουσιαστικά το 1884, όταν έφθασε την Κρήτη ο ιταλός αρχαιολόγος Φεντερίκο Άλμπερ, με στόχο να πραγματοποιήσει ανασκαφή στον χώρο της Γόρτυνας. Στάθηκε τυχερός αφού, τις πρώτες κιόλας μέρες της έρευνάς του, εντόπισε την περίφημη επιγραφή της. Στο περιθώριο της ανασκαφής, κάποια μέρα, επισκέφθηκε τον λόφο της Φαιστού και είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει από κοντά τη μεγάλη σημασία του για την αρχαιολογία. Ενημέρωσε σχετικά τον Άρθουρ Έβανς, τον μετέπειτα ανασκαφέα της Κνωσού, αλλά δεν δόθηκε τότε συνέχεια στο ζήτημα.
Για δεύτερη φορά ήλθε ο Φεντερίκο Άλμπερ στον χώρο το 1894, συνοδευόμενος από τον επίσης ιταλό αρχαιολόγο Αντόνιο Ταραμέλλη, οπότε πραγματοποίησαν μία πρώτη επιφανειακή έρευνα. Τότε ουσιαστικά άρχισε να ωριμάζει μέσα του η ιδέα για την ανασκαφή.
Με την ανακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας, το 1898, δημιουργήθηκε ένα νέο περιβάλλον για την αρχαιολογική έρευνα. Στις 18 Ιουνίου 1899 ο Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης πρίγκιπας Γεώργιος εξέδωσε το διάταγμα «Περί Αρχαιοτήτων», στο οποίο προσδιοριζόταν ότι μόνο η Πολιτεία είχε αρμοδιότητα για τη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών. Αυτές, μπορούσαν να γίνουν από υπαλλήλους της ή με τη βοήθεια ξένων αρχαιολογικών αποστολών.
Η Ιταλία, επισημοποίησε αμέσως το ενδιαφέρον της για την αρχαιολογική έρευνα στο νησί. Έτσι, συγκρότησε την «Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή της Κρήτης», επικεφαλής της οποίας τοποθέτησε τον Φεντερίκο Άλμπερ, Έκτακτο Καθηγητή πλέον της Ελληνικής Επιγραφικής του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Ήταν εμφανής η προσπάθειά της και μέσω της επιστημονικής έρευνας να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στο νησί, για το οποίο διατηρούσε βλέψεις και εργαζόταν μεθοδικά στο παρασκήνιο για την επίτευξή τους.
Η «Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή της Κρήτης» εποπτευόταν από την Αρχαιολογική Σχολή της Ρώμης και χρηματοδοτούνταν από Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών καθώς επίσης από άλλα επιστημονικά ιδρύματα.
Μία από τις πρώτες κινήσεις της ήταν να ζητήσει και να εξασφαλίσει άδεια για την πραγματοποίηση ανασκαφών σε διάφορες περιοχές του νησιού. Περίοπτη θέση, ανάμεσά τους, κατείχε η Δυτική Μεσαρά. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε ενδιαφέρον για τη Γόρτυνα, τη Φαιστό, την Αγία Τριάδα και τον Λέντα.
Ως προς τη Φαιστό, απαιτήθηκε μεγάλος συντονισμός δράσης, ώσπου να ξεκινήσουν οι σχετικές εργασίες. Χάρη σε αρχειακά τεκμήρια της εποχής, γνωρίζουμε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις που αναλήφθηκαν ώσπου να υπάρξει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Η ανασκαφή στον λόφο της Φαιστού ξεκίνησε στις 5 Ιουνίου 1900 και παρατάθηκε ώς στις 16 Σεπτεμβρίου. Σε αυτήν, προΐστατο ο Φεντερίκο Άλμπερ, με βοηθό του τον εικοσιεξάχρονο Λουίτζι Περνιέρ, σπουδαστή στο τρίτο έτος του Μεταπτυχιακού Αρχαιολογίας της Ρώμης. Συμμετείχαν ως εργάτες κάτοικοι από τα κοντινά χωριά της περιοχής, κυρίως τον Άγιο Ιωάννη. Ο αριθμός τους, από δεκαοκτώ αρχικά, έφτασε τους σαράντα.
Γρήγορα, ύστερα από τις πρώτες αποτυχημένες τομές, αποκαλύφθηκε ένα Ανάκτορο τεραστίων διαστάσεων, το οποίο υπολογίστηκε ότι θα χρειαζόταν αρκετό χρόνο ώσπου να αποκαλυφθεί τελείως. Η ιταλική ανακάλυψη στη Φαιστό έγινε γνωστή και δημιούργησε αίσθηση. Δικαιολογημένα, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να συγκριθεί με την αγγλική στην Κνωσό.
Το εγχείρημα, που φάνταζε αρχικά εξαιρετικά δύσκολο, τελικά πραγματοποιήθηκε. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης αρχαιολογικής αποστολής, στα τέλη του 1901, σχεδόν όλο το Ανάκτορο είχε πλέον αποκαλυφθεί. Τεκμηριωνόταν πλέον, με αδιάσειστα στοιχεία, η σημασία της Φαιστού.
Για τη συνέχεια, υπήρξαν σκέψεις, εξαιτίας και των προβλημάτων χρηματοδότησης, να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια. Οι εργασίες, τελικά, συνεχίστηκαν απρόσκοπτα τόσο το 1902 όσο και το 1903. Σε αυτές, εξακολούθησε να εποπτεύει ο Φεντερίκο Άλμπερ, με τη συμπαράσταση του μαθητή του Λουίτζι Περνιέρ, που είχε τοποθετηθεί Επιμελητής στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας.
Τη μετέπειτα περίοδο οι επικεφαλής της εναλλάσσονταν. Τα χρόνια 1904-1905 υπεύθυνος ήταν ο Φεντερίκο Άλμπερ ενώ τα χρόνια 1906-1909 ο Λουίτζι Περνιέρ. Στα τέλη του 1909 η κυρίως ανασκαφή είχε πλέον ολοκληρωθεί.
Οι προσπάθειες, ώς στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις οποίες περιστασιακά συμμετείχε ο Λουίτζι Περνιέρ, θα αφιερωθούν σε μικρές τομές ελέγχου και σε εργασίες στήριξης των κατασκευών.
Το 1935 τύπωσε στη Ρώμη τον πρώτο τόμο του θεμελιώδους έργου του «To μινωικό ανάκτορο της Φαιστού: Ανασκαφές και μελέτες της Ιταλικής Αρχαιολογικής Αποστολής στην Κρήτη από το 1900 ώς το 1934, τόμ. 1. Τα αρχαιότερα στρώματα και το πρώτο ανάκτορο».
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1908 το ενδιαφέρον του Λουίτζι Περνιέρ είχε εστιαστεί στη βορειοανατολική γωνία του Ανακτόρου της Φαιστού. Όσα συνέχιζαν να αποκαλύπτονται θεωρήθηκαν αξιόλογα.
Εκείνη την Τετάρτη, 3 Ιουλίου 1908, η ζέστη πρέπει να ήταν αφόρητη. Μόνο έχουν ζήσει στη Δυτική Μεσαρά τους καλοκαιρινούς μήνες, μπορούν να συναισθανθούν τις συνθήκες δουλειάς των ανθρώπων της ανασκαφής. Τότε, έγινε η μεγάλη ανακάλυψη.
Σε ένα χώρο της μινωικής εποχής, σκεπασμένο με κατασκευές της ελληνιστικής περιόδου, ο Λουίτζι Περνιέρ αποκάλυψε ένα πήλινο δίσκο. Επρόκειτο, όπως διαπιστώθηκε αμέσως, για ένα μοναδικό μνημείο προελληνικής γραφής.
Ο Δίσκος δεν ήταν τελείως κυκλικός. Η διάμετρός του ποίκιλε και κυμαινόταν από 15,8 ώς 16,5 εκατοστά ενώ το πλάτος του από 1,6 ώς 2,1 εκατοστά.
Στις δύο όψεις του υπήρχαν 45 διαφορετικά σύμβολα. Τα περισσότερα, αναπαριστούσαν εύκολα αναγνωρίσιμα αντικείμενα, όπως ανθρώπινες μορφές, έντομα, πουλιά, φυτά, ψάρια κ.ά. Συνολικά υπήρχαν 241 σύμβολα (122 στην πρώτη πλευρά και 119 στη δεύτερη), τοποθετημένα σπειροειδώς.
Τα σύμβολα, δεν είχαν χαραχθεί αλλά αποτυπωθεί στον άργιλο από ευκρινή καλούπια, που είχαν ληφθεί από κάποιο αρκετά σκληρό υλικό. Ενδεχομένως ξύλο, ελεφαντόδοντο, μέταλλο, τερακότα.
Ο Λουίτζι Περνιέρ χρονολόγησε τον πήλινο δίσκο στη Μεσομινωική Περίοδο, δηλαδή μεταξύ του 1850 π.Χ και του 1600 π.Χ.
Η είδηση της ανακάλυψης, διαδόθηκε και στους υπόλοιπους ιταλούς αρχαιολόγους, προκαλώντας ενθουσιασμό. Αξίζει να περιγραφούν με συντομία όσα εξελίχθηκαν μετά την ανακάλυψη του Δίσκου.
Επιστρέφοντας το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Λουίτζι Περνιέρ στο χωριό Βόροι, έδρα της Ιταλικής Αρχαιολογικής Αποστολής, είχε πλήρη συναίσθηση της μεγάλης ανακάλυψης. Αμέσως, αποφάσισε να κάνει κοινωνούς της ευχάριστης είδησης εκείνους, στους οποίους όφειλε πολλά.
Ο πρώτος, στον οποίο έγραψε, δεν ήταν άλλος από τον μέντορά του Φεντερίκο Άλμπερ, που βρισκόταν τότε στη Ρώμη. Εκείνος, τον είχε στρέψει στην αρχαιολογία, τον καθοδήγησε στα πρώτα επιστημονικά βήματά του και του εμπιστεύθηκε την ανασκαφή της Φαιστού.
Αμέσως μετά, έκρινε σκόπιμο να ενημερώσει τον Γκαετάνο Ντε Σάνκτις, Καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Τορίνο, ο οποίος γνώριζε καλά τον χώρο της Φαιστού. Είχε βρεθεί μάλιστα λίγες εβδομάδες πριν στον λόφο για να παρακολουθήσει από κοντά την πορεία της ανασκαφής.
Σε επιστολή του από τους Βόρους, στις 7 Ιουλίου 1908, του εξηγούσε τις τελευταίες κινήσεις του στη βορειοανατολική γωνία του Ανακτόρου της Φαιστού και, εμφανώς συγκινημένος, του έγραφε για το «ανέλπιστο αποτέλεσμα» της ανασκαφής του. Αφού περιέγραφε με λεπτομέρεια τον Δίσκο, κλείνοντας, πρόσθετε για το κείμενό του: «Είναι ένα μακρύ και αναμφισβήτητα σημαντικό κείμενο, και ανάμεσα στα μνημεία της κρητικής εικονογραφικής γραφής αυτό είναι ένα από τα πιο μοναδικά και περίπλοκα.»
Ο Φεντερίκο Άλμπερ αισθανόταν διπλά δικαιωμένος από την εντυπωσιακή ανακάλυψη. Αφενός για την επιμονή του να ανασκαφεί η Φαιστός, από την έρευνα της οποίας πίστευε ότι θα διαφωτιζόταν ακόμη περισσότερο η Μινωική Εποχή της Κρήτης, και αφετέρου για τις πιέσεις του να επωμιστεί το μεγάλο βάρος της συνέχισης της ανασκαφής ένας αγαπημένος μαθητής του, στον οποίο είχε επενδύσει πολλά. Ο «νεαρός και άπειρος» Λουίτζι, χάρη στην επιμονή και στον συστηματικό τρόπο δουλειάς του, αναδεικνυόταν σταδιακά σε σημαίνουσα μορφή της αρχαιολογικής έρευνας.
Στις 13 Ιουλίου, σε γράμμα που έστειλε ο Φεντερίκο Άλμπερ στον Γκαετάνο Ντε Σάνκτις, του έγραφε για την τελευταία ανακάλυψη του μαθητή του στη Φαιστό. Αν και εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι ήδη τη γνώριζε, ήθελε να μοιραστεί μαζί του το ευχάριστο νέο. Μόλις συγκρατώντας τον ενθουσιασμό του, κατέληγε: «Είναι μια όμορφη ανακάλυψη!»
Η είδηση της σπουδαίας ανακάλυψης θεωρήθηκε ότι έπρεπε να γίνει αμέσως γνωστή. Έτσι, θα προβαλλόταν και το δύσκολο έργο που καλούνταν να φέρουν σε πέρας τα μέλη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Αποστολής που διενεργούσαν ανασκαφές τόσο στη Φαιστό όσο και σε άλλες περιοχές της Κρήτης.
Ο Φεντερίκο Άλμπερ, όπως όλα δείχνουν, συνέστησε στον Γκαετάνο ντε Σάνκτις να απευθυνθεί σε γνωστά του πρόσωπα, όπως είχε κάνει συχνά στο παρελθόν, ζητώντας τους να γράψουν σχετικά. Πράγματι, ύστερα από κινητοποίηση που εκδηλώθηκε, δεν άργησαν να δημοσιευτούν τα πρώτα κατατοπιστικά κείμενα.
Ο Ερνέστο Μαντσίνι έγραψε εκτενές άρθρο στις 29 Ιουλίου 1908 στην εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας «Il Giornale d’Italia», ενώ ο Τζουζέπε Σέρτζι έγραψε στο τεύχος του περιοδικού «Nuova Antologia», που κυκλοφόρησε στις 16 Αυγούστου 1908. Και στις δύο δημοσιεύσεις, υπήρχαν κατατοπιστικές φωτογραφίες.
Κάθε δημοσίευση, είχε τη στόχευσή της. Η πρώτη, απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, που παρακολουθούσε με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τις εξελίξεις της Κρήτης, ενώ η δεύτερη, στην επιστημονική κοινότητα. Με τη δεύτερη κυρίως δημοσίευση, το κύρος των ιταλών αρχαιολόγων, μεταξύ των ευρωπαίων συναδέλφων τους, αναβαθμιζόταν ακόμη περισσότερο.
Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η ανακάλυψη δημιουργήθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για τον Δίσκο. Εξαιρετικά διαφωτιστικό ήταν το βιβλίο που τύπωσε το 1909 στη Ρώμη ο Λουίτζι Περνιέρ με τον τίτλο: «Ο δίσκος της Φαιστού με εικονογραφικούς χαρακτήρες».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, βαθμιαία, οι δημοσιεύσεις πολλαπλασιάστηκαν. Η βιβλιογραφία για αυτόν είναι εντυπωσιακή. Εκατοντάδες επιστήμονες, σε μία προσπάθεια να αποκαλύψουν τα μυστικά του, έχουν εγκύψει στη μελέτη του Δίσκου. Δεν έλειψαν, πάντως, και οι αμφισβητίες του.
Παρά τις κατά καιρούς ερμηνείες, οριστικές απαντήσεις για το περιεχόμενο του κειμένου δεν έχουν δοθεί ακόμη. Οι περισσότερες, συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για ένα τελετουργικό κείμενο.
Σήμερα, ο Δίσκος της Φαιστού, εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Καθημερινά, αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από χιλιάδες επισκέπτες.
Η γη της Μεσαράς, για μία ακόμη φορά, επιβεβαιώθηκε πόσο σημαντική υπήρξε για την Κρήτη. Από τα σπλάχνα της, ξεπήδησε ένας ακόμη σπουδαίος αρχαιολογικός καρπός, που εξακολουθεί να προκαλεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)
Από τις πρώτες ανασκαφές Ιταλών αρχαιολόγων στον λόφο της Φαιστού (αρχές 20ού αιώνα).
Ο Federico Halbherr (Ροβερέτο 1857-Ρώμη 1930), ο «κύριος Φρειδερίκος», όπως τον αποκαλούσαν οι Κρητικοί, σε μία περιήγησή του, μάλλον στη Μεσαρά, με το γιωργαλίδικο άλογό του.
Luigi Pernier (Ρώμη 1874-Ρόδος 1937).
Συνάντηση αρχαιολόγων στην Κρήτη στις αρχές του 20ού αιώνα: Arthur John Evans (1851-1941), Luigi Savignoni (1864-1918), Lucio Mariani (1865-1924), Ιωσήφ Χατζιδάκης (1848-1934) και Federico Halbherr (1857-1930).
Οι Luigi Pernier, Βασίλειος επίσκοπος Αρκαδίας, Lucio Mariani, Federico Halbherr στο επισκοπείο στους Αγίους Δέκα, στη δεκαετία του 1920.