Η οργάνωση και η έναρξη του αγώνα, όπως την κατέγραψε ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης
Την 14η Τούρκος ωμός και θηριώδης, ονόματι Ταμπουρατζής, παραλαβών μεθ’ εαυτού εξήκοντα άνδρας ως πρωτοπαλλήκαρα, εξήλθε του φρουρίου, και προέβη εις Κεραμεία (α), διά να καταπμάξη, παρομοίας θηρωδίας· ευρεθέντες όμως ενταύθα ο Ιωάννης Χάλης, Ο Παπανδρέας, και Μουτσογιάννης με σαράντα περίπου οπλοφόρους εκ των Ριζητών (και (Σφακιανών, προσέβαλον κατά πρώτην φοράν τους θρασείς εκείνους κατά την θέσιν Λούλον.
Οι Τούρκοι, μη ελπίζοντες ν’απαντήσωσιν αντίστασιν, εχαρακώθησαν το πρώτον απειλούντες και γενναίως εναντιούμενοι· αλλ’ είς ουδέν ωφέλησεν η απειλή και αντίστασιν εις εκείνους· έμελλον ήδη να εύρωσι τολμηρούς πολεμιστάς, πνέοντας δικαίαν εκδίκησιν δια τας προς τους αδελφούς και αδυνάτουςΈλληνας βιαιοπραγίας και αδίκους φόνους· θαρραλέως επετέθησαν κατ’ εκείνων οι Έλληνες. Στενοχωρηθέντες δε οι Τούρκοι υπό της ισχυροτέρας βίας, ετράπησαν εις εποδείδιστον φυγήν· τοσούτον δε κατελήφθησαν υπό του φόβου, ώστε φεύγοντες ερριπτον τα όπλα των· οι δ’ Έλληνες ενθαρρυνθέντες εδίωκον αυτούς μέχρι της πεδιάδος, κάτωθεν των Νεροκούρων, χωρίου ολιγώτερον της ώρας απέχοντος του φρουρίου· έπεσαν τότε οκτώ Τούρκοι, μεταξύ των οποίων και ο θρασύς αρχηγός Ταμπουρατζής· εκ δε των Ελλήνων ουδείς, οίτινες πρώτην φοράν ελαφυραγώγησαν μετά ευχαριστήσεως όπλα εχθρικά πολλής τιμής άξια.
Η μικρά δε αυτή νίκη, η εκ τοιαύτης αψιμαχίας προελθούσα, ενεποίησεν εις τους Έλληνας θάρρος πολύ, και εγένετο πρόξενος δια το μέλλον λαμπροτέρων νικών· διότι εις μεν τους μέχρι τούδε αόπλους και κατεπτοημένους υπό του βάρους των κινδύνων έδωκεν αφορμήν να συλλογίζωνται, ότι δύνανται συν Θεώ να καταβάλωσι γίγαντα εχθρόν, εις δε τους εναντίους επέφερε δειλίαν και αθυμίαν· και ήρχισαν ήδη να πείθωνται, ότι εάν οι υπήκοοί των οπλισθώσιν άπαξ, αδύνατον να υποφέρωσιν ως οι άοπλοι τον θάνατον ατιμωρητί· διό, ως παρακατιών θέλομεν ιδεί, καθ’ εκάστην έσπευδον δραστηρίως να προλάβωσι το επικείμενον κακόν, το οποίον και δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσωσιν. Οι δε περισωθέντες εκ των Τούρκων εις το φρούριον διακήρυξαν, δια να καλύψωσι την αισχύνην της ήττης, ότι είδον τα όρη κεκαλυμμένα από Μοσχόβους φραγκοφορεμένους, και από Μανιάτας φουστανελοφορεμένους.
Προς εκδίκησιν δε τούτων, την 15 του Ιουνίου κατεπράχθη εντός του φρουρίου της Κυδωνίας φρικτή τραγική σκηνή! Κλείσαντες θορυβωδώς την πύλην πρωΐθεν, εθανάτοναν εις τας αγυιάς τους εντυγχάνοντας αδιακρίτως ως κτήνη· με ορμήν θηριώδη ώρμησαν εις τας χριστιανικάς οικίας, και εφόνευσαν και ηχμαλώτισαν άνδρας, γυναίκας, και παιδιά· ήγον και έφερον ου μόνον ταύτας, αλλά και τα εγκαταλειφθέντα τεχνουργεία και εμπορεία· αθρόοι με κραυγάς παρεσάθησαν εις την οικίαν του επισήμου Οθωμανού Κασιμαγά, οπόθεν απέσπασαν περί τους ογδοήκοντα εν αυτή καταφυγόντας δια να διασωθώσι, και άπαντας τους εφόνευσαν έμπροσθεν των θυρών του, χωρίς να δυνηθή ο καλός και αγαθός εκείνος Οθωμανός να διασώση ουδ’ ένα εξ αυτών. Αυθαδέστεροι δ’έπειτα επετέθησαν και κατ’ εκείνου, απαιτούντες μεθ’ ύβρεων να τους παραδώση τον Γεώργιον Παπαδάκην, Ευθύμιον Ψαρουδάκην, και Ιωάννην Κουβαρίτην άνδρας ευνοουμένους του και έχοντας όλα τα πιστά, τους οποίους προ ημερών τινων παρήνεσε, και εδραπέτευσαν. Εφόνευσαν δύο υιούς περισφιγγομένους εις τας αγκάλας ταλαίνης μητρός επισήμου οικογενείας των Λευθεραίων· έσφαξαν ανιλεώς τον διερμηνέα του ηγεμόνος Αποστολάκην και τον Σταυρακάκην Σομαρούπαν, άνδρας επισήμους, των οποίων τους νεκρούς έσυρον προς εμπαιγμόν μάλλον εις τας αγυιάς· και απήγαγον εις ειρκτήν γυμνούς και ανυποδήτους τον επίσκοπον της Κυδωνίας Καλλίνικον Σαρπάκην, τους ηγουμένους των μοναστηρίων Γωνιάς και Γουβερνέτου μετά πολλών άλλων κληρικών και λαϊκών, διαρπάσαντες και βεβηλώσαντες θεία και ανθρώπινα! Τριακόσιοι περίπου έπεσαν θύματα εκείνην την τρομεράν ημέραν ένδον του φρουρίου, εκτός τοσούντων άλλων εκ των περιοίκων και παρατυχόντων, τους οποίους εφόνευσαν τας προτεραίας. Εις την περίστασιν δ’εκείνην και εκ των Ελλήνων των κατοικούντων εις χωρία, οι μεν Θερισιανοί εφόνευσαν τον επιστάτην του χωρίου των (σούμπασην), οι δε Πρασιανοί τον ιδικόν των, ως και οι Βαμιανοί του Αποκορώνου έτερον, και άλλοι άλλους αλλαχού· τότε δε ήρχισαν και οι Τούρκοι ν’αποσύρωνται εις τα φρούρια Κυδωνίας και Σούδας, καταλιμπάνοντες και εκείνοι εις τας επαρχίας τα κτήματα και τας οικίας των μεστάς αγαθών.
Τοιαύτα προσδοκώμενα και αναπόφευκτα κακά είχον παρακινήσει τους Έλληνας Κρήτας να συνελθώσι προηγουμένως εις Σφακία· εις την συνάθροισιν δ’εκείνην είχον παρευρεθή εκ των επισημοτέρων, ως και εκ των γειτονικών επαρχιών τίνες, εις όσους ήτον εύκολον, δια ν’αποφασίσωσιν ήδη οριστικώτερον περί του πρακτέου, ώστε να γίνωνται έτοιμοι, δια ν’αποσοβήσωσιν εκ των ενόντων μέγα επελευσόμενον δεινόν· διότι ο κίνδυνος προέβαινεν ήδη φανερός εφ’ όλων γενικώς των Ελλήνων, και επαπείλει γενικόν τον εξολοθρευμόν αυτών.
Ο Χατζή Ιωάννης Πωλουδάκης, ο Ανδέρας Κριαράς, οι αδελφοί Παναγιώτου Αναγνώστης και Ανδρέας, ο Αναγνώστης Ψαρουδάκης, ο Νικόλαος Ανδρουλακάκης, ο Μανούσος Παππαδάκης, ο Ανδρέας Φασούλης, ο Γεώργιος Δασκαλάκης, ο και Τσελεπής επονομαζόμενος, ο Πρωτοπαπάς Σφακίων Γεώργιος, ο Ιωσήφ Καυκαλάκης, ο Ρούσος Βουρδουμπάς, ο Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης, ο Γεώργιος Πωλογιαννάκης, ο Στρατής Πελιβάνης, ο Αναγνώστης και Κωνσταντίνος Μανουσογιαννάκαι, ο Χατζή Χιονιάς, ο Πέτρος Μανουσέλης, ο Σήφης Δασκαλάκης και οι αδελφοί Δεληγιαννάκηδες Γεώργιος, Ιωσήφ, και Στρατής, παρευρέθησαν εις την συνάθροισιν εκείνην ως εκ μέρους εκάστου χωρίου της επαρχίας, όντες και οι διασημότεροι κατά την εποχήν εκείνην των ορεινών Σφακίων.
Από δε της Κυδωνίας παρευρέθησαν οι αδελφοί Χάλαι Βασίλειος και Ιωάννης εκ του Θερίσου, οι Πρωίμηδες, οι Παρασκευαίοι, και Πλάζιοι εκ του κεφαλοχωρίου του ονομαζομένου Λάκκοι, ο Παπανδρέας εκ των Κεραμείων, ο Άνθιμος της Χρυσοπηγής ηγούμενος, ο Νεόφυτος Οικονόμας, ο Κωνσταντίνος Γερακάκης, ο Ευθύμιος Ψαρουδάκης και Ιωάννης Κουβαρίτης. Εκ δε του Αποκορώνου ο Σήφακας Κωνσταντουδάκης, ο Ιωάννης Σακίρης εκ των Κεφαλάδων, ο Γεώργιος Παπαδάκης, ο εξ Αλικάμπων Γεώργιος Βελεζίνης, και ο γέρων Γιάνναρης εκ του Προσνέρου. Από δε την Λάμπην, ο Μελχισεδέκ ηγούμενος του Πρέβελη, οι αδελφοί Σουδεροί Γεώργιος και Ιωάννης, και ο Γεώργιος Σακκόρραφος. Και από την Ρεθύμνην ο Ιωάννης Δρουλίσκος, ο Γεώργιος Καλλέργης, ο Χ. Ιωάννης Δαμβέργης, οι αδελφοί Σαουνάτσοι Ζώρζης και Γρηγόριος, και οι αδελφοί Χιονάκαι Στυλιανός και Μιχαήλ, παρόντων και των δύο διασήμων αδελφών Κουρμούληδων Μιχαήλ και Γεωργίου, οίτινες είχον δραπετεύσει εκ της Γορτύνης, ως και άλλοι εξ άλλων της Κρήτης μερών. Ούτοι επικαλεσθέντες την παντοδυναμίαν του Θεού, συναπεφάσισαν να επαναστατήσωσι, δια να υπερασπίσωσι την επαπειλουμένην εξόντωσιν εαυτών, των αδελφών των χριστιανών και των τέκνων των!
Εγεινε δε τότε η πρότασις υπό του Ν. Οικονόμου να συστήσωσι και κοινόν ταμείον· και συνεισέφερεν καθ’α δυνάμεως είχεν έκαστος, δια να χρησιμεύσωσιν εις τας πρώτας της πατρίδος ανάγκας. Εξελέχθη δε ταυτοχρόνως εξ απάντων και επιτροπή συγκειμένη από τον Γ. Παπαδάκην, Α. Παναγιώτου και Στρ. Πελιβανάκην, ητις παραλαβούσα μέρος των συναχθέντων χρημάτων, απήλθε παραχρήμα εις Υδραν, δια να προμηθευθή πολεμεφόδια και όπλα. Αλλ’ ήσαν και ενταύθα τοιαύτα; Oλίγα τινά μόνον ηδυνήθη κατ’ αρχάς να επιτύχη, τα οποία και εξαπέστειλε παρευθύς εις Κρήτην.
Απητείτο βεβαίως να γνωρισθώσιν εξ αρχής και αρχηγοί των όπλων· και να τάττωνται οι στρατιώται υπό γνωστήν σημαίαν έκαστος· και ως τοιούτοι διωρίσθησαν οι εφεξής· ο μεν Α. Παναγιώτου, Γ. Δασκαλάκης, και Α. Φασούλης έχοντες υπό την οδηγίαν των τους Ανωπολίτας άπαντας, ώφειλον να ενωθώσι με τους Χαλήδας εις το Θέρισον, και με τον Σήφακαν εις Μελιδόνιον, και ν’αντιπαρατάττωνται εναντίον των Τούρκων της Κυδωνίας· ο δε Α. Πρωτοπαπαδάκης με τους Σκυφιώτας και Α. Μανουσογιαννάκης με τους Ιμβριώτας, να προσβάλλωσι τον Αλιδάκην εις τον Πρόσνερον και λοιπούς Τούρκους τους ευρισκομένους εις την επαρχίνα του Αποκορώνου, έχοντες συνεργούς των Ιωάννην Σακίρην εκ των Κεφαλάδων, τον Γεώργιον Βελεζίνην εκ των Αλικάμπων, και τον Γιάνναρην εκ του Προσένου. Ο Γεώργιος Δελιγιαννάκης, και ο Πέτρος Μανουσέλης με τους συνεγχωρίους των, καθώς και ο Γεώργιος Σουδερός με τους Λαμπαίους να, κινηθώσι ταυτοχρόνως εναντίον των Ρεθυμνίων Τούρκων· και να προσλάβωσι βοηθόν τον Ιωάννην Δρουλίσκον με τους όσοι των Ρεθυμνίων Ελλήνων διατήρησαν όπλα· ο δε Ρούσος Βουρδουμπάς και Γεώργιος Πωλογιαννάκης, ο ύστερον επικληθείς Πωλογεωργάκης, με τους Προσγιαλίτας, τους Κωμηθιανούς και Μουρτώτας, ως και ο Μιχαήλ Κουρμούλης με τους υπ’ αυτόν, μεταξύ των οποίων συγκατετάχθη και ο Αντώνιος Μελιδόνης, ανεδέχθησαν να επιτηρώσι τα κινήματα των κατά την Γορτύνην Τούρκων, και των εξορμώντων εκ του Ηρακλείου. Διωρίσθησαν όμως και ούτοι να συνεκστρατεύωσι το πρώτον μετά των λοιπών, όταν η ανάγκη επέλθη, κατά των Ρεθυμνίων. Ούτω διετάχθησαν το πρώτον μεταξύ των οι οπλαρχηγοί.
Πριν δ’ έμβωμεν εις την διήγησιν των εχθροπραξιών, είναι αναγκαίον να προείπωμεν οποία ήσαν τα εφόδια της προπαρασκευής, δι’ ων οι Κρήτες Έλληνες απεφάσισαν να επαναστατήτωσι κατά Τούρκων πολυπληθών, ισχυροτάτων και καλώς προπαρασκευασμένων, οίτινες επαπείλουν τον εξολοθρευμόν γενικώς απάντων των υποχειρίων χριστιανών.
Δια να έμβωσιν οι Έλληνες της Κρήτης εις τοσούτον άνισον αγώνα, εχρειάζοντο να έχωσιν οπωσούν τα προς πόλεμον αναποφεύκτως αναγκαία. Αλλά πού ήσαν τοιαύτα; Οι Τούρκοι προλάβοντες αφήρεσαν από τους κατά τας επαρχίας Έλληνας με φρικτάς βιαιοπραγίας όσα όπλα τυχόν είχον, είτε ως ποιμένες προς ιδίαν αυτών χρήσιν, είτε δια κυνηγέσιον, ή άλλην χρείαν. Εσπευδον δε ν’αφαιρέσωσι ταύτα και από τους ορεινούς Σφακιανούς, τους οποίους υπώπτευον μάλλον, αλλ’ αυτοί επί διαφόροις δεδικαιολογημέναις προφάσεσιν απέφευγον να τα παραδώσωσιν.
Οι Κρήτες εις δεινήν θέσιν ευρεθέντες εσυμβουλεύθησαν και πρότερον πολλάκις τας ναυτικάς νήσους Ύδρας και Σπετσών, αιτήσαντες την συνδρομήν των προσωρινώς εις τα αναγκαιούντα και ναυτικήν τινα δύναμιν· όθεν και σφάλλει ο Κύριος Τρικούπης, λέγων, ότι οι Κρήτες έμειναν αδιάφοροι. Αλλ’ ήσαν και ενταύθα ταυτά κοινά; Τα άσματα του Φερραίου περί ελευθερίας ήσαν καθ’ άπασαν την Ελλάδα τα πρώτα εφόδια της εγέρσεώς της· με ταύτα ενθουσίαζε και ανερριπτε το φιλοπόλεμον των Κρητών και ο εύφωνος Στέφανος Χάλης, κρούων εν Θερίσω την φορμιγγά του. Οι σκεπτικοί προύχοντες της Ύδρας, αναλογιζόμενοι τον γενικόν όλεθρον, εις ον διέτρεχεν ο χριστιανικός της Κρήτης λαός, προέτρεπον αυτόν να πολιτεύεται φρονίμως τους Τούρκους, εωσού επέλθη ευνοϊκωτέρα περίστατις.
Ήλθε τέλος τάντων η κρίσιμος ώρα, καθ’ ην οι οχλαγωγικοί Τούρκοι, μη υπακούοντες ούτε εις διαταγάς Αρχών, ούτε εις προτροπάς των συνετωτέρων εξ αυτών, εβουλεύθησαν βουλήν πονηράν κατά των Ελλήνων . Εις τοιαύτην δε περίστασιν, ή έπρεπεν οι χριστιανοί να υποστώσι την άδικον εξαγριωμένην μανίαν των κρατούντων Τούρκων, σφαζόμενοι αδυσωπήτως ως κτήνη και αιχμαλωτιζόμενοι δεδεμέναις χερσίν, ή ώφειλον να υπερασπίσωσι φυσικώς εαυτούς, τας γυναίκας, και τα τέκνα των, καταφυγόντες και εις αυτάς τας μικράς και ευτελείς δυνάμεις των. Απροετοίμαστοι λοιπόν ούτω, και εγκαταλελειμμένοι εις μόνους εαυτούς, εισήλθον εις τον αγώνα· και ο κραταιός Θεός εδυνάμωσε τους αδυνάτους κατά των δυνατών.
Τα πολεμοφόδιά των δεν ήσαν κατ’αρχάς άλλα, ειμή σαράντα βαρελάκια πυρίτιδος, ήτοι οκάδες 360, η οποία ευρέθη εκ τω πλοίω του Ανδρέου Φασούλη απερχομένω προς εμπορείαν εις Αλεξάνδρειαν· και όση ποσότης μικρά αυτής ευρέθη εις δέκα πλοία Σφακιανών προσωρμισμένα τότε εις Λουτρόν δι’ εφόδια του διάπλου των, έτι δε τα όσα είχον οι Σφακιανοί φυσέκια προς χρήσιν των ιδίων όπλων, και άλλοι των Κρητών, όσοι ηδυνήθησαν να κρύψωσιν όπλα κατά τας σκληράς απαιτήσεις των συνεκτών Τούρκων, και όσα τοιαύτα ηδυνήθη ο Κουρμούλης να εξαγάγη του Ηρακλείου, ή είχε προς ιδίαν χρήσιν ένεκα της προτέρας του διαγωγής, και τέλος ολίγα τινά, όσα επρομηθεύθη ο προνοητικός Β. Χάλης εις Θέρισον, άμα εγνώσθησαν τα επαναστατικά των Ελλήνων κινήματα. Πού δε ο μόλυβδος και ο χάρτης; Tα βιβλία των εκκλησιών, τα βαρύδια των στατήρων, και ό,τι έτερον του είδους τούτου ευρίσκετο πρόχειρον, εχρησίμευσαν το πρώτον δια την κατασκευήν των χαρτουσίων ή φουσεκίων. Ο δε Κρης επί πολλούς μήνας ηγόραζε δι’ ιδίας δαπάνης αντί τριών, τεσσάρων, ή και πέντε Ισπανικών ταλλήρων εκάστην οκάν πυρύτιδος, δια να μάχεται κατ’ εχθρών, υπέρ πατρίδος και πίστεως, και υπέρ αυτού.
Μετρητά προς τούτοις ήσαν τα όπλα εις εκείνην την εποχήν, δι’ ων επέδειξαν την πρώτην αντίστασίν των, ουχί βεβαίως πλειότερα των 1200, εξ ων των μεν Σφακιανών ήσαν περί τα οκτακόσια, οι δε ορεινότεροι των ανδρών εκείνων εκ των επαρχιών Κυδωνίας, Λάμπης, Αποκορώνου και Ρεθύμνης έφερον τα λοιπά, όσοι, ως είπομεν, τα είχον κρύψει από τους Τούρκους. Τοιαύτη λοιπόν υπήρχεν η όλη οπλιτική δύναμις των Ελλήνων Κρητών.
Πηγή: Καλλίνικου Κριτοβουλίδη, «Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», εν Αθήναις 1859
Πηγή: patris.gr – Έρευνα Αλέκος Ανδρικάκης