Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.
Μετακατοχικά ήτονε, που το Γιαννιό από τη Πόμπια, φτωχαδούρικο, ντεμπέλικο, αλλά και με μπόλικα κοπέλια, που ετσά που λένε είχενε, εφτά γη οχτώ, εντουχιούντιζε πως θα λα περάσει τσι μέρες τω Χριστουγέννω και τση Πρωτοχρονιάς, απού πανί με πανί ήτονε η τσέπη ντου!!
Καλά κακά όμως, επέρασε τζη, τσι μέρες τω Χριστουγέννω, με του ‘νούς και με τ’ αλλού το πεσκέσι!!
Τη πρωτοχρονιά όμως, δεν εφαινότανε από πουθενά φως στον ορίζοντα!!
Ακόμη και ο Άι Βασίλης είχενε μπερδέψει το δρόμο και είχενε ξεχάσει να περάσει από τη Πόμπια!!
Εσκέφτηκε το λοιπόν το Γιαννιό μια διαολιά να τηνέ κάμει και ετσά που φανταζότανε θα τηνέ ξεσκαπούλνερνε και αυτό και τα κοπέλια ντου!!
Έτσα λογιώ, θα τού ‘λειπε και η μουρμούρα τση κεράς του, απού, χαϊλάζη, ντεμπέλη και χαλαυτανά τον ανεβοκατέβαζε.
Ήγειρε το λοιπόν κάτω, τη παραμονή τση Πρωτοχρονιάς, αξημέρωτα και πάει στσι Μοίρες με τα πόδια.
Επήγενε σπαγιά στο μοναδικό ποδηλατάδικο τω Μοιρών, του Στελιανού Τραχαλάκη.
– Γεια σου φίλε μου Στελιανέ και Χρόνια πολλά!!
– Καλώς το το Γιαννιό… από τη Πόμπια!! Χρόνια πολλά μρε Γιαννιό!! Είντα μρε άνεμος σ’ έβγαλε αξημέρωτα με τόσηνα κρυγιώτη στσι Μοίρες, απού μια παλάμη είχενε σήμερο το γιάτσο στου Λειβαδιώτη;;
Είντα να σου πω και είντα να σου κρύψω μρε Στελιανέ, απού μού ‘τυχε μια δουλειά να πάω και αδέ πάω, εχάθηκα!!
Μα ετσά που πάει, δε θορώ να προλαβαίνω κι’ είντα θα γενώ κι’ είντα θα μοιραστώ ο μαύρο κακομοίτσης.
Μονό πόσο θες να μου νοικιάσεις ένα ποδήλατο, μπας και προφτάξω το νωρίτερο!!
– Γιαννιό, του λέει ο Στελιανός, για σένα και επειδή είναι μέρες γιορτών, θα σου πάρω για ενοίκιο, μόνο έξε δραχμές την ώρα!!
– Εντάξει μρε Στελιανέ!! Κατέχω το πως μ’ αγαπάς!! Νά ‘σαι καλά και να χαίρεσαι τα κοπέλια σου και τη γυναίκα σου!!
Μονό ένα καλό ποδήλατο να μου διαλέξεις, που να με πάει ογλήγορα, να κάμω τσι δουλειές μου και μετά, ότι ώρα γιαγύρω, θα λογαργιάσεις τσι ώρες, για να σε πλερώσω. Μονό σημείωσε είντα ώρα φεύγω.
Σημειώνει ο Τραχαλάκης την ώρα και δίδει το ποδήλατο του Γιαννιού!!
– Ναι μα δώσε μου και ένα μπουκαλάκι μελάνι, να γράψω δυο τρία γράμματα και στο γιαγερμό θα σου το κρατώ κι αυτό.
Παίρνει το Γιαννιό το ποδήλατο και το μελάνι και περνώντας από ένα μπακάλικο, εβρήκενε και πήρε, ένα χαρτόνι και ήγειρε οθώ τη Πόμπια.
Μόλις ήφταξε στη Πόμπια, εμοίρασε στη μέση το χαρτόνι και ήκανε δυο ταμπέλες και τσι κρέμασε μπρος πίσω στο ποδήλατο, αφού ήγραψε πλια μπρος στσι ταμπέλες απάνω: ”το ποδήλατο κληρώνεται απόψε το βράδυ και έχει ο κάθε λαχνός πέντε δραχμές, ενώ θα κληρωθεί στο καφενείο τση πλατείας του χωργιού μας”.
Ωστόσο είχενε πάρει και από το καφενείο, ένα μολύβι και ένα κασαπόχαρτο και ήγραφε τα ονόματα όσων εδίνανε το τάληρο για τη κλήρωση.
Μέχρι το απόγευμα, είχενε γυρεμένα ούλα τα σπίθια τση Πόμπιας και είχενε κόψει γύρω στους 130 λαχνούς και είχε παρμένα τα αντίστοιχα τάληρα!!
Στη συνέχεια, εκαβαλήκεψε το ποδήλατο και μια και δυο και το γιαγέρνει του Τραχαλάκη στσι Μοίρες, απού τό ‘χενε.
Λογαργιάζει ο Τραχαλάκης τσι ώρες και βγήκανε εφτά ώρες και με το έξε δραχμές η γ-ώρα, του λέει, νόμου εδά 42 δραχμές.
– Μρε Στελιανέ, του λέει το Γιαννιό, μηδέ τρεις ώρες δεν εδούλεψε και ούλες τσ’ άλλες ώρες ήστεκε!!
Μονό εγώ καλά κακά θα σου πλερώσω τρεις ώρες μόνο!!
Πάρε κακομοίτση 18 δραχμές απού τσι κρατώ, γιατί δεν έχω κι’ άλλες!!
Ο Στελιανός το λυπήθηκε το κακονίζικο και του κάνει:
– Δεν πειράζει μρε Γιαννιό, μονό δως μου τσι 18 δραχμές και καλή Χρονιά να περάσεις!!
Φεύγει πάλι το Γιαννιό από του Τραχαλάκη και πάει με τα πόδια στη Πόμπια!!
Οντέ νε πέρναγε όμως το Γιαννιό από τα καφενεία και το θορούσανε οι χωργιανοί ντου, χωρίς ποδήλατο, του φωνιάζανε και το ρωτούσανε:
– Είντα ώρα μρε Γιαννιό, θα γενεί η κλήρωση του ποδηλάτου!!
– Ντα εγώ μρε χωργιανοί την ήκαμα τη κλήρωση!!
– Πχοιανού μρε Γιαννιό, ήτυχε το ποδήλατο!!
– Δυο λαχνούς είχενε κομμένους, ο Τραχαλάκης από τσι Μοίρες και τελικά τού ‘τυχε, αυτουνού!!
Ίδια ‘δα λάσω από κεια, πού του το πήγα και ήρθα με τα πόδια στη Πόμπια!
Όποιος δε μου πιστεύγει, να πάει στου Τραχαλάκη, να τονέ ρωτήξει, να ιδεί πως του το πήγα το ποδήλατο!!!