Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Πολλά χρόνια πριν ανακαλυφθεί η τσίχλα και κυκλοφορήσει στο εμπόριο, τα παιδιά της υπαίθρου της Κρήτης είχαν τη δική τους «τσίχλα», που τη μασούσαν για ώρες και θεωρούσαν μεγάλη τύχη αν είχε βρεθεί η τσίχλα αυτή!
Η τσίχλα λοιπόν που έκανε τα παιδιά όλου του κόσμου, αλλά και στους μεγάλους, να ξετρελαθούν, και το μάσημα να γίνει το αγαπημένο τους συνήθειο, ήταν από χρόνια γεγονός! Τη τσίχλα αυτή την μασάγανε ασταμάτητα τα παιδιά στη Κρήτη και πριν από εκατονταετίες και ήταν σε υφή, παρόμοια με τη μαστίχα Χίου. Είχε κάποια πλεονεκτήματα έναντι της τσίχλας εμπορίου, καθώς ήταν φυσικό προϊόν, είχε φρουτώδη γεύση και πραγματικά τσίχλα χωρίς ζάχαρη!
Τη τσίχλα αυτή, λεγόταν «κόλα» ή «κόλλα», και το φυτό που την παρήγαγε ονομαζόταν «ακολιά» ή «ακολλιά» ή «κολιά». Είναι αγκαθωτό φυτό εδάφους της κρητικής υπαίθρου, που έχει διάφορες ονομασίες, όπως κολλιά , ακολλέτα, ή μαστίχα, σακίζι, κολλοτσουρέ, κολλέ ή αγγκαθοκολλιά.
Στη Κρήτη σε πολλά χωριά με τη λέξη «κόλλα», εννοούσαν αρχικά τη γόμα, και ότι περιείχε κολλώδη ουσία όπως το ελαστικό κόμμι. Εδώ η κόλλα του φυτού βγαίνει αρχικά σαν γαλάκτωμα όπως και στα καουτσουκόδεντρα σε μορφή οπού, δηλαδή ρέει σαν μέλι, αλλά σε πολύ μικρή ποσότητα.
Από το άνθος του φυτού ακολλιά βγαίνει η υγρή αρχικά κόλλα, μόνο που εδώ δεν χαράζεται να χαραχτεί το φυτό όπως στα καουτσουκόδενδρα, και ο οπός εκρέει μόνος του. Σιγά – σιγά πήζει το γαλάκτωμα αυτό και παράγει τη φυσική κόλλα – μαστίχα, όπου έπαιζε και το ρόλο της τσίχλας της εποχής!
Κατά το μάσημα της κόλλας έχουμε μια γαλακτώδη φρουτώδη γεύση, παρόμοια της μαστίχας, όμως κάπως ποιο σκληρή από τη τσίχλα του εμπορίου.
Σαν έχει βγάλει το φυτό το αγκιναράκι, που είναι το άνθος του, πολλές φορές το ίδιο το φυτό παράγει ένα οπώδη ρευστό χυμό, με μια ωραία μυρουδιά. Με το χρόνο όμως ο χυμός αυτός πήζει και παίρνει στερεή μορφή . Όμως κατά το μάσημα γίνεται ελαστική σαν λάστιχο. Αρχικά όταν παράγεται ο χυμός είναι άσπρος, αλλά σιγά – σιγά παίρνει ένα ζαχαρί ή κιτρινωπό χρώμα. Οι κόλες που παράγει το φυτό δεν έχουν σταθερό σχήμα και μέγεθος. Άλλοτε έχουν πολύ μικρό μέγεθος, μικρότερο από ρεβίθι, και άλλοτε μεγαλύτερο από φασόλι γίγαντας. Τα φυτά ακολιάς, φυτρώνουν κυρίως σε γκρεμούς, στο πλάι χωματόδρομων, σε ακαλλιέργητα ή άγονα χωράφια.
Τα φυτά βγαίνουν πολλά – πολλά μαζί κατά ομάδες σκόρπια εδώ και εκεί άλλα πυκνά και κοντά το ένα με το άλλο. Κάθε φυτό είναι μονοετές ή πολυετές , αφού παραμένει η ρίζα του στο έδαφος, και του χρόνου την Άνοιξη ξαναφυτρώνουν νέα φυτά, αλλά και ο σπόρος που πέφτει από το άνθος δίδει νέα φυτά στη περιοχή. Έτσι το φυτό ανανεώνεται συνεχώς. Τα ζώα όπως αιγοπρόβατα αρέσκονται ιδιαίτερα στο φυτό αυτό, και το τρώνε ολόκληρο μέχρι τη ρίζα, το ίδιο και τα γαϊδούρια. Τρώνε δε μέχρι και τα ξερά του φύλλα! Είχε παρατηρηθεί όμως στο παρελθόν από μαρτυρίες, πως τα αιγοπρόβατα όταν έτρωγαν πολλά από τα φυτά ακολιάς, πολλές φορές ψόφαγαν. Αυτό γιατί πιθανόν ο χυμός του φυτού σε μεγάλες ποσότητες είναι τοξικός, όπως εξ άλλου είναι και σε άλλα φυτά όπως ο μανδραγόρας και το άγριο μαρούλι το οποίο αποκτά περισσότερη τοξικότητα όσο μεγαλώνει και κάνει βλαστό και άνθη. Αυτά βέβαια που αναφέραμε ανήκουν στα ελαφρώς τοξικά φυτά, γιατί υπάρχουν και τα φυτά που είναι πολύ πιο τοξικά, και άρα δηλητηριώδη, όπως οι ασκοτιζάρες (αγριοκρόμυα), η πικραγγουριά, το διαβολόχορτο, το φλομάκι ή φλόμος και άλλα.
Τα παιδιά όλα στις παλαιότερες εποχές, τις κόλλες αυτές τις μαθαίνανε ή από τα μεγαλύτερα παιδιά ή και από τους ίδιους τους γονείς τους, που ήταν ως επί τω πλείστον αγρότες. Έτσι την κατάλληλη εποχή τέλος του Καλοκαιριού που έβοσκαν τα έχνη (αιγοπρόβατα) στην εξοχή, ήξεραν που υπάρχουν πολλά φυτά από ακολιές, και πήγαιναν εκεί να τις ελέγξουν αν περιείχαν κόλλες . Εκεί με ένα ξύλο έσπρωχναν το αγκιναράκι και το έκοβαν, και αφαιρούσαν με προσοχή την ελαστική αυτή κόλλα, γιατί το φυτό έχει και πολλά αγκάθια, ακόμα και το άνθος του. Τα αγκιναράκια αυτά καμιά φορά τα καθάριζαν προσεκτικά με ένα μαχαιράκι και έτρωγαν το εσωτερικό του, το οποίο ήταν νόστιμο. Το ίδιο το αγκιναράκι είχε και αυτό κολλώδη γεύση και κόλλαγε στο στόμα, γιατί και το ζουμί του περιείχε και αυτό τον ίδιο οπό κόλλας. Στο χωριό μας στη Γαλιά έβγαινε σε αφθονία σε αρκετές περιοχές όπως στη Κεφάλα, στη Κύθιο, στον Αχλαδολαγγό, και αλλού.
Τα παιδιά σαν έκαναν τη βόλτα τους όπου υπήρχαν ακολιές, μάζευαν όλες τις κόλλες των φυτών, τις έβαζαν σε ένα φλιτζάνι, τις φύλαγαν και τις είχαν για τις τσίχλες του Χειμώνα! Πράγματι η κόλλα αυτή σε μορφή μαστίχας μπορούσε να διατηρηθεί πράγματι όλο το Χειμώνα χωρίς να έχει αλλάξει η υφή της. Μπορεί αρχικά κατά το μάσημα να ήταν σκληρή, αλλά όσο τη μάσαγαν μαλάκωνε. Βέβαια είχε παρατηρηθεί, πως αν την μάσαγαν πολλές ώρες, τότε η κόλα μαλάκωνε πάρα πολύ διέλυσε, και κόλλαγε στο στόμα. Τότε λέγανε πως η κόλλα πλέον «εσκατούλιαζε», και τότε μονάχα την πέταγαν τα παιδιά!
Τα παιδιά μπορούσαν να επιζήσουν για μέρες και μόνο με τα φυτά της εξοχής!
Μπορούμε δε να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε στο σημείο αυτό, πως κάποτε τα παιδιά της υπαίθρου, μπορούσαν να επιζήσουν στην εξοχή ως και δέκα μέρες, τρώγοντας μονάχα τις τροφές της εξοχής που ήδη γνώριζαν. Άλλες τις έτρωγαν ωμές και άλλες ψητές στα κάρβουνα. Έτσι στα κάρβουνα μπορούσαν να φάνε χοχλιούς, χαμοκάρυδα, ασκορδουλάκους , διάφορα είδη μανιταριών όπως γλιτσίτες , αγκαθίτες, φουσκίτες, αρτυκίτες , κερατολάχανα κλπ. Όλα αυτά τα έψηναν στη στάχτη στα κάρβουνα και ήταν νοστιμότατα. Και δεν ήταν μονάχα αυτά, έτρωγαν χαρούπια άγρια αχλάδια, βατόμουρα, γλυκόριζες, σφενταλίδες σπεραντζούνια, τριβόλους, τον καρπό του μανδραγόρα που ήταν κόκκινος σαν μικρά τοματάκια, αλλά και χίλια άλλα δυό. Τέτοια έτρωγαν όταν βρισκόταν στην εξοχή όταν τα έπιανε λιγωμάρα από την πείνα.
Επίσης έτρωγαν και ωμά χορταρικά όπως αγκαβάνους , όταν ο βλαστός ήταν τρυφερός, έτρωγαν επίσης πιγουνίτες, που τρωγόταν ακόμα και το άνθος του φυτού, ζοχούς, σταρίδες κλπ . Όμως είχε παρατηρηθεί πως άμα τα παιδιά έτρωγαν πολλούς καρπούς από τοματάκια μανδραγόρα, τα έπιανε ζαλάδα και ατονία και αισθανόταν πως θα πεθάνουν. Δεν ήξεραν τα παιδιά τότε, πως και τα τοματάκια αυτά του μανδραγόρα ή αλλοιώς «του κοράκου τα αυγά» ήταν κι αυτά τοξικά σε μεγάλες ποσότητες. Ονομάστηκαν έτσι γιατί άρεσαν πολύ τα «αυγά» αυτά στα κοράκια, αλλά ωστόσο είχαν και στο μέγεθος αυγού κοράκου. Όμως μέσα σε τόσα άλλα και το φυτό αυτό μανδραγόρας όπως και η ακολιά έχουν πάει οριστικό στο περιθώριο, και ουδείς πλέον τα τρώει.
Βέβαια σχετικά με τη μαστίχα της ακολιάς, ήδη από τότε που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο οι πρώτες τσίχλες σε μορφή τσιγάρου ή κέρματος, έπαψαν πλέον τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι, να την αναζητούν στη φύση. Σήμερα απλά ξεχάστηκε τελείως! Φυσικά και σήμερα υπάρχει το φυτό στη φύση, αλλά απλά περνά πλέον απαρατήρητο από τους περαστικούς!
Ίσως μονάχα στους παλιούς να θυμίζει πολλά το φυτό αυτό, από τις παιδικές τους αναμνήσεις. Σήμερα μονάχα από συναισθηματικούς λόγους κάποιος μπορεί να δοκιμάσει να μασήσει τη κόλλα του φυτού, ή να καθαρίσει ένα αγκιναράκι ακολιάς και να το δοκιμάσει, και να θυμηθεί έτσι τα παιδικά του χρόνια.
Όπως και να το κάνουμε όμως, το φυτό αυτό με τη κόλα μαστίχα που τη χάριζε στα παιδιά μιας άλλης εποχής, πραγματικά τους έδινε μεγάλη χαρά να τη μασούν για ώρες στο στόμα, και ήταν και μια επιβράβευση και καμάρωναν που εκείνα την είχαν και την απολάμβαναν, ενώ τα άλλα παιδιά δεν είχαν αυτή τη πολυτέλεια!
Δεν ήταν μονάχα τα παιδιά που έτρωγαν το εσωτερικό «καρδουλάκι» όπως το έλεγαν του φυτού που ήταν νόστιμο και γλυκό, πολλές γυναίκες έκαναν το ίδιο, και το βράδυ το μαγείρευαν γιαχνί στο τσικάλι με άλλα χορταρικά και πατάτες, και αυτό για να δώσει μια ιδιαίτερη γεύση στο φαγητό τους!
Σήμερα που εμείς τα αναφέρουμε όλα αυτά, το κάνουμε περισσότερο για να δώσουμε τη δυνατότητα στις νεότερες γενιές να γνωρίζουν τις συνήθειες της παλιάς εποχής. Φυσικά και στους παλαιότερους να θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια!