Του Μάρκου Μπόλαρη*
Μια ζωή πάλευε με τα ξύλα και τα πριονίδια, με τις κορδέλες και τις πλάνιες, τις πλάκες της οξιάς, της λεύκας, του πεύκου, του μεσέ, μια ζωή πάλευε με ακονίσματα και κολλήματα των πριονιών, ακονίσματα για τα μαχαίρια της πλάνιας, μάχη με τις τραβέρσες και τα σανίδια, αγώνες με τα σόκορα και τους ρόζους, α! , μια ζωή με τα ξύλα , ξυλουργός, μια ζωή κάθε μέρα φόρτωσε, ξεφόρτωσε, κουβάλα, κόψε, στίβιασε, πιάστηκε η μέση του, κουράστηκε το σώμα απ’ τα φορτία κάθε μέρα και μια στιγμή γύρισε στο σπίτι με την μεγάλη απόφαση ! Την ανακοίνωσε στην συνοδοιπόρο της ζωής του , στην γυναίκα του κι απ’ την άλλη μέρα ευθυγραμμίστηκαν γιά την υλοποίηση του σχεδίου!
Το ξυλουργείο θα γινόταν ουζερί, σερριώτικο ουζερί, μεζέδες μερακλίδικοι, κωνσταντινουπολίτικη η κουζίνα, ούζα τα καλύτερα , τσίπουρα εκλεκτά, το εγχείρημα επιβραβεύτηκε κι ο πρώην ξυλουργός ως μερακλής καταστηματάρχης, άνθρωπος που έφαγε την ζωή με το κουτάλι, που λέει θυμόσοφα ο λαός, περιποιείται τώρα τις παρέες των πελατών του!
Έφερε τα πρώτα ούζα, έφερε τα πρώτα πιάτα των μεζέδων που συνόδευαν και κοντοστάθηκε. Κάτι του κέντησε την περιέργεια αλλά ενώ έδειξε πώς θέλει κάτι να πει, δεν μίλησε!
Ξανάρθε γιά τα δεύτερα ! Αφού μάζεψε τα πιάτα του πρώτου μεζέ, αφού σέρβιρε τα δεύτερα ούζα , αφού έφερε τα πιάτα του δεύτερου μεζέ, αρμυρό ψάρι και μελιντζανάκι γεμιστό τουρσί, ρώτησε:
– Ποιός είναι ο Μάρκος;
Φοιτητοπαρέα εμείς, απορήσαμε. Τι τάχα να αναζητά ο γερο καταστηματάρχης;
– Να ‘ μαι, απάντησα, ολόκληρος!
– Ο Μπόλαρης;
– Ναι, ο ίδιος!
Με επεξεργάστηκε με το ερευνητικό του βλέμμα , βλέμμα έμπειρου ξυλουργού σαν να κοίταζε οξιά γη πεύκο για αξιοποίηση!
Έφυγε να εκτελέσει παραγγελίες κι ύστερα από λίγο επέστρεψε, σκούπισε με πετσέτα τα χέρια του, πρότεινε το χέρι σαν σε χειραψία, με τράβηξε να σηκωθώ, με έσφιξε στην αγκαλιά του και με ασπάστηκε στο κεφάλι!
Ήταν ολοφάνερα συγκινημένος!
Με κοίταζε στα μάτια!
Ήταν φανερό ότι έκανε κόπο για να μην προδοθεί από την συγκίνηση και του ξεφύγει κάποιος κόμπος δάκρυ!
Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε στο τραπέζι μας. Ήταν φανερό πώς είχε αφήσει εντολή στον νεαρό σερβιτόρο του να καλύψει και τις δικές του υποχρεώσεις.
Με ξανακοίταξε στα μάτια!
Η φοιτητοπαρέα του Σαββατομεσήμερου σιωπώντας αναμένει την εξέλιξη.
Κρέμονται όλοι από τα χείλη του.
Δεν γνωρίζουμε κάτι, ψυχανεμιζόμαστε όμως κάτι σοβαρό, κάτι συγκλονιστικό.
Αποφασίζει να ανοίξει τα χείλη του, κάλλιον ειπείν, αποφασίζει ν’ ανοίξει την καρδιά του.
– Είμαστε με τον παππού σου, ξεκίνησε αργά – αργά,
τον καπετάν Μάρκο τον Μπόλαρη,
σαν να ξεκούκιζε κομπολόι, μια μια οι λέξεις, ήμασταν μαζί αντάρτες, στην Εθνική Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ, στο Μπόζνταγα!
Αιφνιδιάστηκα!
Δεν είχα ξανανταμώσει συμπολεμιστή του παππού μου, μέχρι τότες.
Καθηλώθηκα!
Μαζί καθηλωμένοι κι όλοι οι συμφοιτητές, νεολαίοι τότε του ΠΑΣΟΚ, όλοι της παρέας του Σαββατομεσήμερου, κρεμασμένοι από τα χείλη του γέρο καφετζή, του αντάρτη του ΕΛΑΣ, του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, περιμένοντας την συνέχεια!
Δεν βιαζόταν!
Φαινόταν ότι προσπαθούσε να συμμαζέψει αισθήματα, έκρηξη αισθημάτων, εικόνων ζωντανών, εικόνων καταχωνιασμένων στα έγκατα της ψυχής του, εικόνων που περνούσαν κινηματογραφικά απ’ το μυαλό του, φαινόταν ότι αναζητούσε λέξεις, τι να πρωτοπεί, τι να πρωτοαφηγηθεί, τι να παραλείψει!
– Ήμουν απ’ τους πιο μικρούς , άρχισε επιτέλους .
Από τους πιο μικρούς στο Τάγμα!
Κι εκείνος ήταν ο πιο μεγάλος στην ηλικία, πάνω κάτω πενήντα χρονών!
Κι ήταν κι ο πιο έμπειρος στον πόλεμο!
Πολέμαρχος σωστός!
Τα λέγαμε τα βράδια γύρω στη φωτιά!
Στον Μακεδονικό Αγώνα πρώτα αμούστακτος αντάρτης, κι ύστερα στρατιώτης στους δυό Βαλκανικούς Πολέμους και μετά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Σκρά με την Μεραρχία Κρητών, στο κατόπι στη Μικρασία, επίστρατος στη δόξα και στην καταστροφή, τον Οκτώβρη του ’40 εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο κόντρα στους φασίστες του Μουσολίνι και επιστρέφοντας στα Σέρρας, ίσα γραμμή στο βουνό ενάντι στον κατακτητή, ξανά αντάρτης με τον ΕΛΑΣ!
Κι ήταν ο πιο μαθημένος, κι ο πιο ανθεκτικός στις κακουχίες, στην πείνα και στο κρύο, στο περπάτημα και στις νυχτερινές ορειβασίες.
Έμπαινε μπροστά κι εμείς ακολουθούσαμε!
Μα πιο πολύ,
πιο πολύ τον τιμούσαμε για την παλικαριά του, παλικαριά στη μάχη, άφοβος άντρας,
παλικαριά και στην ανταρτομάδα, στο Τάγμα!
Θυμούμαι, λέει, πώς όταν ερχόταν ο καθοδηγητής του Κόμματος για την βδομαδιάτικη καθοδήγηση , εκείνος σηκωνόταν πριν αρχίσει η διαδικασία κι έλεγε:
– Πάω για σκοπιά!
Θα σας στείλω τον σκοπό για να μαθαίνει!
Εγώ είναι Φιλελεύθερος, Βενιζελικός , δεν μου χρειάζονται αυτά!
Κι έφευγε!
Πάντα!
Τρίζαν κάποιοι τα δόντια τους βέβαια, συμπλήρωσε ο γέρο καφετζής,
όμως απέναντι στον καπετάνιο που ήταν το ίνδαλμα των ανταρτών δεν μπορούσαν να πουν κάτι!
Σιωπηροί και γοητευμένοι, οι νεολαίοι, κρεμασμένοι από το στόμα του, ακούγαμε!
Ποτέ δεν είχα πιο μπροστά την ευκαιρία να βρεθώ στ’ αντάρτικα στρατόπεδα του Μενοίκιου, κι η καρδιά μου χτυπούσε έντονα καθώς η διήγηση, απρόσμενη διήγηση, περιγραφές, μάχες με τις δυνάμεις της Κατοχής, ενέδρες, συμπλοκές, πορείες, σφαίρες, μάνλιχερ, χειροβομβίδες, πείνα, ψοφόκρυο στα απάτητα κορφοβούνια,
α! διήγηση πηγαία από τον αυτόπτη κι αυτήκοο μάρτυρα, τον αντάρτη του ΕΛΑΣ που μας μετέφερε σαράντα χρόνια πίσω, στα χρόνια της τριπλής Κατοχής της Πατρίδας.
Άναυδοι! Μεθυσμένοι από τα γεγονότα , όχι από τα ούζα!
Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε.
Η τρίτη γύρα των ούζων, είπε καθώς μας σερβίριζε, είναι κερασμένη από το κατάστημα και πήγε να φέρει τους μεζέδες!
– Στην υγειά σας, παλικάρια, μας χαιρέτισε σηκώνοντας το ποτήρι του, εσείς να μην ζήσετε αυτά που περάσαμε εμείς!
Κι ύστερα, ξανασήκωσε το ποτήρι του,
για να ευχηθεί για όλα τα παλικάρια που πολέμησαν, που αγωνίστηκαν, που σκοτώθηκαν για την Λευτεριά της Πατρίδας και στην Αλβανία και στο Ρούπελ και στην ένοπλη Αντίσταση στο βουνό και όλους όσους σκοτωθήκαν σε εκτελέσεις και σε καταστροφές στα Κερδύλια και στο Χορτιάτη, στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα, στην Κάντανο και στην Βιάννο, όλη η Ελλάδα αιμόφυρτη από τις θηριωδίες κι οι Έλληνες Εβραίοι, κι ολόκληρη η Κοινότητα των Σερρών, εξοντώνονται στα στρατόπεδα του θανάτου στη Γερμανία …
Μνήμες αγώνων και αγωνιστών!
Μνήμες θυσίας και δόξας!
Κι ο γέρο καφετζής, ο επιδέξιος ξυλουργός, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
πρωτοστάτης ενός μνημόσυνου,
μνημόσυνου αντρειοσύνης στο ουζερί,
μαθήματος για την Λευτεριά,
ενός ριζίτικου τραγουδιού για την Ρωμιοσύνη, με λίρα και λαούτο,
ενός σκοπού που μπορεί να τραγουδηθεί το ίδιο καλά με σερριώτικο ζουρνά και με νταούλι,
την Ρωμιοσύνη μην την κλαίς,
ακούγεται αγέρωχη η φωνή του Μίκη τραγουδώντας το ωραιότερο από τα Λιανοτράγουδα του ποιητή της Μονεμβάσιας, του Γιάννη Ρίτσου,
τη Ρωμιοσύνη μη την κλαίς,
εκεί που πάει να σκύψει,
κι άς είναι οι μέρες γκρίζες κι ο ορίζοντας στενός,
εκεί που πάει να σκύψει,
κι ας είναι οι μέρες απολίτικες και σκοτεινιασμένες,
Νά ‘τη πετιέται από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει!
Με το καμάκι του Ήλιου!
Έγνοια μας!
Τα τρίτα ούζα, παλαμίδα ο μεζές κωνσταντινουπολίτικη και καβουρμάς βουβαλίσιος σερριώτικος,
τα τρίτα ούζα, αντάρτικα, κερασμένα!
*Μάρκος Μπόλαρης. Νομικός – Πρώην Υπουργός
Πηγή: reformer.gr